Το λεξικό ορίζει την λέξη «ευτυχία» ως το συναίσθημα βαθιάς χαράς και ικανοποίησης.
Δεν καθορίζει όμως και την διάρκεια της.
Πόσο κρατάει η ευτυχία; Πέντε λεπτά; Πέντε ώρες; Πέντε χρόνια;
Αξίζουν όντως οι προσπάθειες που καταβάλλουμε για να φτάσουμε σε αυτήν;
Κι όταν μιλάω για προσπάθειες, απευθύνομαι σε εκείνους που έχουν κάνει την ευτυχία αυτοσκοπό.
Που ζουν τυχοδιωκτικά και δημιουργούν λίστες που μόνο αν συμπληρωθούν πλήρως, τους επιτρέπουν να ακουμπάνε την ευτυχία. Για όσο και πάλι. Μέχρι να προστεθεί άλλο ένα κενό τετραγωνάκι στη σειρά.
Οι κυνηγοί της ευτυχίας, την αναζητούν, την αρπάζουν στα δίκτυα τους και την παίρνουν με το ζόρι στο σπίτι για να την κλειδώσουν στο κλουβί.
Σύντομα όμως τη βαριούνται κι ως αχάριστα πλάσματα που είναι, δε μπορεί το πετσί τους να την ανεχτεί για πολύ καιρό.
Την βολιδοσκοπούν, την βάζουν κάτω από τον ακτινογράφο, την εγχειρίζουν μέχρι να βρουν εκείνο το μικρό τεμπέλικο κύτταρο.
Είναι τότε που την ταμπελώνουν ολόκληρη την ευτυχία τους, για ανάπηρη.
Την πετάνε και περιμένουν μία καλύτερη να τους χτυπήσει την πόρτα.
Κλέφτες κι αστυνόμοι.
Σε έναν ατελείωτο φαύλο κύκλο, που γεμίζει έναν κόσμο ολόκληρο, με δυστυχείς ανθρώπους.
Που υποτιμούν τις ευτυχίες, που τις προστάζουν να πάρουν δρόμο με την πρώτη αναποδιά.
Ανθρώπους που σταμάτησαν να δουλεύουν την χαρά τους.
Παίρνουν μια τζούρα από το μεθυστικό άρωμά της, σαστίζουν κι αποσύρονται.
Τους λυπάμαι όσους ψάχνουν τη μία και μεγάλη ευτυχία.
Συμπαθώ εκείνους που ικανοποιούνται με τις μικρές, τις καθημερινές.
Εκείνους που ξέρουν οτι η ουσία, είναι στη λεπτομέρεια.
Και το μήνυμα, στο υστερόγραφο.
Υ.γ. «Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία.
Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια.
Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαιδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια.
Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου. Θα το δείς κι εσύ όσο μεγαλώνεις…»
Θανάσης Βέγγος.