Άρχισε πια να ξημερώνει και εκεἰ που τα λόγια γίνονται λίγο βαθύτερα σαν το χάραμα, πιαστήκαμε να συζητάμε για τις φιλίες που διαλύονται για έναν έρωτα.
Όχι για δυο φίλους που ερωτεύονται. Αλλά για δύο φίλους όπου ο ένας καταλήγει να βρίσκει τον έρωτα της ζωής του στα μάτια ενός πρώην του/της κολλητού/τής του.
Η συζήτηση κυλούσε για ώρα, ο αντιπαραθέσεις αρκετές και δεν μας έβρισκα να καταλήγουμε σε κάποιο λογικό συμπέρασμα. Μια για πια λογική μιλάμε; Πώς μπορούμε να σφηνώσουμε θεωρίες σε τετραγωνισμένα κουτιά όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινες σχέσεις; Και ποιο συμπέρασμα μπορεί να αποτελέσει κανονιστικός μοχλός; Ιδίως με τον έρωτα οδηγό!
Αυτή την τρελή εμπειρία που σου αποπροσανατολίζει όλες τις πυξίδες όσο και να θες να ευθυγραμμιστείς.
«Μπορείς να βάλεις όρια έτσι ώστε να αναιρέσεις κάθε ενδεχόμενο δεσίματος», είπα εγώ κατηγορηματικά. Συνέχισα όμως λίγο πιο διστακτικά, σημειώνοντας ότι ένα βράδυ είναι αρκετό για να σε παρασύρει μέσα από μία συζήτηση εκτός ορίων και κατάλαβα ότι μάλλον τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από ότι νομίζουμε.
Η Χριστίνα συνέχισε με ένα πολύ απλό παράδειγμα για να επιβεβαιώσει ότι το θέμα δεν καλουπώνεται, «Τι μου λέτε τώρα; Ένα ζευγάρι παπούτσια βλέπω σε μία βιτρίνα και μου κολλάνε στο μυαλό και παίζει να τα ονειρευτώ το επόμενο βράδυ. Δεν ηρεμώ αν δεν γίνουν δικά μου! Και εσείς υποστηρίζετε ότι μπορείς να κρατήσεις την τέλεια στάση όταν μπεις στο τριπάκι να σκέφτεσαι κάποιον; Γελιέστε.»
«Τα απαγορευμένα είναι ούτως ή άλλως εκείνα που κρατούν τις πιο γερές ασπίδες», συνέχισα εγώ.
Για αρχή ξεκινήσαμε με την μέθοδο της διαγραφής. Εάν λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μία απλή ξεπέτα του παρελθόντος που είχε διάρκεια κανένα τριήμερο και τα συναισθήματα ήταν ανύπαρκτα και από τις δύο πλευρές, τότε δεν δικαιολογείται η διάλυση μιας φιλίας και η έννοια «πρώην» δεν υφίσταται. Το πολύ πολύ να είναι άβολη η πρώτη συνάντηση των κολλητών όταν θα ξεχυθούν τα νέα. Είναι ίσως η μόνη περίπτωση που μπορείς να χωρέσεις λίγη λογική.
Η Έλλη εν τω μεταξύ είχε μία μόνιμη ξυνισμένη φάτσα και το μόνο που επαναλάμβανε ήταν ότι τον πρώην χεσμένο θα τον είχε, αλλά της κολλητής της δεν θα της ξαναμιλούσε ποτέ, πράγμα που επίσης οι υπόλοιποι δεν θεωρήσαμε ηθικό.
Η δεύτερη περίπτωση που υπερψηφίστηκε ήταν εκείνη, όταν ξέρεις πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση επανασύνδεσης με τον/την πρώην σου. Εάν η σχέση είναι ουσιαστική, έχει διάρκεια και το ζευγάρι ζει σε πελάγη ευτυχίας, τότε η αποδοχή είναι ο μόνος δρόμος όσο και αν αυτό συνοδεύεται με πόνο.
«Ούτως ή άλλως, πάνω από όλα, θέλουμε να βλέπουμε τους φίλους μας ευτυχισμένους», έκλεισε η Χριστίνα.
Σωπάσαμε για λίγο. «Και ο τοίχος; Ο τοίχος που θα υπάρχει ανάμεσά σας μετά;», έκανα εγώ με τα φρύδια σμιγμένα και λίγο παραπονιάρικα, αλλά η απάντηση ήταν δύο απορημένα πρόσωπα να ψάχνουν για μία γερή τζούρα νικοτίνης.
Η κουβέντα γύρισε στα τρίτα πρόσωπα, αυτά που δεν είναι καθόλου αόρατα και καλούνται να πάρουν θέση. Τι κάνει ένας φίλος που βρίσκεται στη μέση; Ίσως να είναι αρκετά ισορροπημένος ώστε να μπορεί να κρατήσει και τις δύο πλευρές κοντά του. Μα και εκείνος θα έχει αμφιβολίες.
Γιατί να εμπιστευθεί εσένα που δεν λογαριάζεις φιλίες παρά μόνο έρωτες; Πόσο ζόρικη τελικά είναι αυτή η «μέση»;
Βλέποντας τους δείχτες να αγγίζουν τις εννέα το πρωί πια, το μόνο που είπα ήταν «άνθρωποι είμαστε και λάθη κάνουμε».
Έμεινα όμως μετέωρη στη σκέψη, πως το να είσαι ερωτευμένος και ευτυχισμένος μπορεί να είναι λάθος. Πώς μπορεί ένας φίλος να σου κρατήσει κακία για μια ευτυχία που σου ανήκει ολοκληρωτικά και δεν του την έκλεψες; Που δεν σχεδίασες αλλά ήρθε μέσα στη ζωή, όπως όλα αυτά που αυτή φέρνει στο ταξίδι της;
Τα πάντα είναι θέμα τρόπου σκέψης και προσωπικής διαχείρισης.
Στην ουτοπία του έρωτα δεν υπάρχουν ούτε γραμμένοι, ούτε άγραφοι νόμοι. Ή πιο ξεκάθαρα, δεν υπάρχουν νόμοι.
Στα πλαίσια της αληθινής και ανόθευτης αγάπης όμως, υπάρχει πάντα το «δέχομαι, συγχωρώ, αγκαλιάζω και προχωρώ»