Μετά από μία δύσκολη μέρα, γυρνάς σπίτι για να κάνεις μπάνιο, να φας και να πέσεις στο κρεβάτι για τη συνηθισμένη σου ταβανοθεραπεία. Έχεις βάλει μια σειρά να παίζει χαμηλά, να αποσυντονίζει αραιά και πού τις σκέψεις σου, για το κλείσιμο άλλου ένα ξέφρενου εικοσιτετράωρου, όταν εκείνη εμφανίζεται απ’ το πουθενά.

Δίχως ένα τηλεφώνημα, ένα χτύπημα στην πόρτα, ούτε καν βάζοντας μια προειδοποιητική φωνή, ωρέ! Σεργιανίζει αμέριμνη, πάνω-κάτω ζερβά-δεξιά, λες και την προσκάλεσες, λες κι ο χώρος της ανήκει. Άσε που πατάει εκεί που μόλις καθάρισες, αναγκάζοντάς σε να γίνεις η μάνα σου. «Μη εκεί! Σφουγγάρισα.» Εδώ που τα λέμε, όπου κι αν πατήσει, είναι σαν να μην καθάρισες ποτέ το σπίτι και το μόνο που θες είναι να αλλάξεις πλανήτη, να μετοικήσεις σ’ έναν όπου οι θερμοκρασίες θα τις αφάνιζαν.

Είναι κι αυτό το απότομο, όταν ανοίγεις την πόρτα και τη βλέπεις να τρέχει σαν να θέλει παιχνιδάκια, η ναζιάρα, κι εσύ ξοπίσω της, λες κι είναι η πρώην σου, κυνηγάς να την πιάσεις. Κουτάλες, τασάκια, το παπούτσι του γείτονα, το βάζο της θείας Μερόπης (δώρο απ’ την εκδρομή στα Καλάβρυτα) είναι λίγα απ’ τα πρόχειρα μέσα εξολόθρευσης που κρατάς με το χέρι τρεμάμενο και την τρίχα κάγκελο. Είναι η στιγμή που βλέπεις τις ρώγες πιο τσίτα και από τότε που έπαιζες χιονοπόλεμο χωρίς γάντια στα χέρια. Κι η ελπίδα καλά κρατεί στο βλέμμα σου. Έχεις τη σιγουριά ότι θα ‘ναι μόνο μία. Αχ, καημενούλη!

Αν καταλάβαινες τι έλεγε δε θα έτρεχες να τη βρεις. Θα πήγαινες να κοιμηθείς στο πατρικό σου ή, έστω, στο παγκάκι της γειτονιάς -πιο ασφαλής θα ήσουν. Όσο τρέχει και σκορπίζει μικρόβια στο πάτωμα, φωνάζει «Στα όπλα», κι εσύ νομίζεις ότι θα την πετύχεις στη γωνία κι όλα καλά! Θα σε πάει στην κουζίνα, γιατί εκεί είναι το εργοστάσιο που δουλεύει. Μην κοιτάς που η βάρδιά της ήταν να κρατάει τσίλιες σήμερα. Εκεί θα δεις όλο της το σόι, να χτυπάει υπερωρίες. Πίσω απ’ το ψυγείο ή ανάμεσα στα ντουλάπια, χύνουν ιδρώτα για μια μπουκιά ψωμί. Κι εσύ, σατράπη, θα τις σκοτώσεις; Καλό είναι να πάρεις κάποιον φίλο τηλέφωνο. Δεν παίζουμε με τέτοια πράγματα.

Αν, όμως, είσαι του ρίσκου, αρχίζεις και ξεκουνάς κάθε έπιπλο, μέχρι να βρεις και τα άλλα πόστα που έχουν φόρτο εργασίας. Κάνεις, όμως, ένα λάθος. Αρχίζεις τον εξάψαλμο νομίζοντας ότι αυτές δεν ακούν. Αυτές, αθώο μου πλάσμα, έχουν ήδη ενημερώσει τον μεγάλο! Κάνε μια ευχή να μην τον συναντήσεις. Κι αν δεν κατάλαβες για ποιον λέω, θα καταλάβεις τώρα. Είναι εκείνος με τον βαρύ κι αργό βηματισμό. Με τις γιγαντιαίες κεραίες που μοιάζουν με αυτές της γάτας σου, που ‘χει κρυφτεί απ’ τον φόβο της. Έχει μεγάλα, κατάμαυρα φτερά και μια ξανθιά φράντζα στο κούτελο. Έτσι γίνεσαι παλιός στη χώρα τους. Η κοιλιά ακουμπά το πάτωμα και τα πόδια είναι μισολυγισμένα, έτοιμα να πηδήξουν στον κολλητό, που μόλις έφτασε και το παίζει θαρραλέος ιππότης, αρχίζοντας τις τέλειες συμβουλές του, τύπου «Μην αγχώνεσαι, εγώ είμαι εδώ» -ενώ παράλληλα καλεί τη μάνα του να τον σώσει.

Σε δεύτερο πλάνο, βγάζει απ’ τη σακούλα που κρατάει, ό,τι πρόλαβε να πάρει απ’ το σπίτι –αν χώριζες, τόσο γρήγορα δε θα ερχόταν– και, σε μια στιγμή θάρρους και πυγμής, ψεκάζει φωνάζοντας «Αέρα!». Κακομοίρηδες. Ξεκινήσατε πόλεμο. Και δεν καταλάβατε ότι ψεκάζετε με υγρό για τα τζάμια. Το μόνο που κάνετε είναι να καθαρίζετε τον δρόμο που θα βγουν οι στρατιές τους. Οι υπερωρίες σταμάτησαν, γιατί η σειρήνα πολέμου ήχησε. Ήρθε η ώρα να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σας πλήθος γενεών που θα κάνουν τη μέρα εφιαλτική, απ’ αυτές τις τρομακτικές ιστορίες που θα θυμάσαι για να ‘χεις να διηγείσαι, όταν γεράσεις.

Πρώτη γραμμή το πεζικό. Νέες και σκληραγωγημένες, αρχίζουν να επιτίθενται προς άγνωστη κατεύθυνση. Σειρά έχει το πυροβολικό. Κατά ριπάς με σκοπό να μη σταματήσουν μέχρι να πέσει ο εχθρός. Και πίσω ο μεγάλος. Πάντα βαρύς αλλά αυτήν τη φορά θυμωμένος, γιατί είδε ότι ο εχθρός είναι αποφασισμένος. Δίνει εντολή αυτή τη φορά στο δυνατό του χαρτί, την αεροπορία. Κι εκεί είναι που καταλαβαίνεις τη φράση του λαού «Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια». Κι αυτό μέχρι να ανοίξει η πόρτα και να μπει η κοπέλα σου. Για να αντικρίσει τους δυο σας, τρεμάμενους και σοκαρισμένους, να ουρλιάζετε όρθιοι πάνω στον καναπέ.

Μέχρι να πάρεις μια βαθιά ανάσα και τη δυναμική απόφαση να βάλεις τέλος σ’ αυτόν τον ψυχολογικό πόλεμο. Ήρθε η ώρα να σώσεις τον κόσμο –έστω, το διαμέρισμά σου– απ’ τον πιο μισητό εχθρό. Το σπίτι σου έχασε την ειρήνη, που με τόσο κόπο συντηρείς, κι εσύ πρέπει να επαναφέρεις τις ισορροπίες.

Ένα βαρύ παπούτσι αρκεί και… κρακ! Ο ήχος που επιβεβαιώνει πως όλα εδώ τελειώνουν μοιάζει ηδονικά ανακουφιστικός. Όλα τα φιλοζωικά σου αισθήματα γκρεμίζονται μπροστά σ’ αυτό το δαιμόνιο πλάσμα. Μόλις έβαλες τέλος σε αυτόν τον φορέα μικροβίων, που είναι για τη φύση ο καθαριστής της. Το κολλητάρι σου θα μπορούσε να σου δώσει το Όσκαρ, αλλά, εντάξει, το ‘χε κι εκείνο, απλά δεν ήθελε να σου κλέψει τη δόξα μέσα στο γήπεδό σου. Κι εσύ, μες στη χαρά και το καμάρι, πιστεύεις ότι αυτό ήταν το φινάλε.

Καημένε. Ακόμα κι από μια πυρηνική καταστροφή αυτές θα βγούνε ζωντανές.

 

Υ.Γ. Στον φίλο μου τον Βαγγέλη και τις ωραίες μας φοιτητικές αναμνήσεις!

 

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη