Όμορφο που είναι να επιστρέφεις. Σαν το ύψιστο σκαλοπάτι της ελευθερίας. Σκέψου, να θέλεις τώρα να φύγεις και να μην ξέρεις αν θα επιστρέψεις. Κι όταν το αποφασίσεις, να ‘ναι εκεί όλα όσα άφησες πίσω σου. Όχι όπως τ’ άφησες. Αλλά να είναι εκεί, αλλιώτικα, καλοδιατηρημένα. Αφέθηκαν κι αυτά στον χρόνο σαν εσένα. Λες κι ήταν ένα παράλληλο ταξίδι και τώρα σταθήκατε στο τραπέζι της αυλής να πιείτε και να θυμηθείτε. Και να ‘σου μεζέδες και κρασί με δυο πενιές στο ραδιόφωνο. Λίγος θυμός και πολλή αγάπη για όσα δεν προλάβατε αλλά και για όσα μοναχοί σας βιώσατε.
Κι ύστερα, εκείνο το παράπονο για όσα έγιναν, που σε πιάνει λίγο πριν τον ύπνο. Σαν τις στιγμές που πήγαινες να κλέψεις το μέλι απ’ το βάζο. Μ’ εκείνη τη λάμψη στο πρόσωπο, σαν να είναι ο θησαυρός όλου του κόσμου. Με τη σιγουριά ότι η επόμενη δαχτυλιά θα ‘χει καλύτερη γεύση από την προηγούμενη και τη βεβαιαότητα πως φτάνοντας στον πάτο θα θέλεις σίγουρα κι άλλο. Ποτέ δεν έλεγες πως είσαι ευχαριστημένος. Αμφισβητούσες ακόμη και την ύπαρξή του.
«Γιατί δεν έχει άλλο; Γιατί να μην έχει λίγο ακόμα; Το γλυκό μου, το δικό μου γλυκό, τελείωσε. Ποιος μου στέρησε τη συνέχεια;»
Δάκρυα, λυγμοί και μια σειρά από ενοχές πως η διεκδίκηση πιάνει πάτο. Η επανάσταση έγινε καπνός μπροστά στην πραγματικότητα. «Εσείς οι νέοι πιστεύετε πως μπορείτε ν’ αλλάξετε τον κόσμο». Δίκιο είχαν! Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Ένας κόσμος που έχει εμμονή να καταπατά τις ελευθερίες των άλλων -χωρίς ίχνος ενδοσκόπησης-, δε θα είναι ποτέ έτοιμος ν’ αλλάξει. Έτσι και το μέλι στο βάζο μου, που δημιουργήθηκε για να με υπνωτίζει και μετά να τελειώνει.
Στο κρεβάτι για την πάλη με τα μεγαθήρια. Με δράκους που σκορπούν ολοκαυτώματα γύρω τους και φονικές καταιγίδες που πνίγουν κάθε σπιθαμή ελπίδας προς τη ζωή. Κι ύστερα, παράδοση στον εφιάλτη. Τον μαγικό αυτό καθοδηγητή προς τη γη της ελπίδας. Τον τόπο που κρύβονται όλες οι ερωτήσεις. Κι ύστερα πάλι σάστισμα προς τον ανήφορο για τις απαντήσεις. Και μετά πάλι κατήφορος προς τη μοναξιά. Κι άντε πάλι διάβαινε σ’ ερημικές νησίδες.
Άσε πίσω σου καθετί δικό σου κι ύστερα γύρνα πίσω σαν ξενιτεμένος να βρεις τι σου ανήκει. Ξεπέρασε μπόρες, τρικυμίες, φουρτούνες ώσπου να βγει το ουράνιο τόξο. Μια κουβέρτα αρκεί να φέρει μια παύση σ’ αυτό το παραλήρημα. Θα τη φέρεις; Εκείνη την κουβέρτα τη μάλλινη, που ‘χει πιάσει μια θέση στο πατάρι και που το χρώμα της έχει ξεθωριάσει. Την κουβέρτα που την έβλεπα να στεγνώνει έξω στ’ αγιάζι και να χάνει λίγο-λίγο από εμένα και λίγο από εσένα. Ένα πλαστικό δοχείο από κάτω, να μαζεύει το νερό που στάζει στο τσιμέντο. Είναι το δικό μου νερό. Το δικό σου νερό. Ολόδικό μου νερό που βγαίνει απ’ τις πηγές του Αχέροντα και που περνάει βράχια τραχιά, βράχια ‘γριεμένα.
Μάστιγα αυτή η λεηλασία των κεκτημένων! Κλοπή μιας ολόκληρης υπαρξιακής κληρονομιάς. Ποια προσευχή και ποια δικαιοσύνη; Ποιος θεός κατά του δαίμονα εαυτού; Η κουβέρτα δεν είναι πια ίδια. Η κουβέρτα ‘λιοκάηκε και μύρισε καυσόξυλα. Αγρίεψε το τρίχωμά της κι έγινε θαρρείς πιο μαζεμένη. Τα πόδια δε χωράνε πια στα σωθικά της. Τα χέρια κρέμονται· περιμένουν τα σαρκοφάγα να τ’ αρπάξουν.
Ξάφνου και μια τρύπα και λίγες κλωστές που ‘χουν γδάρει τον κήπο τον ζωγραφισμένο. Μια απόχη έμεινε να προσπαθεί να πιάσει μια πεταλούδα και των παιδιών η λάμψη ξεθωριασμένη. «Να μπαλωθεί! Να μπαλωθεί να ησυχάσουμε.» Και να ‘σου μπαλώματα από εδώ και να ‘σου μπαλώματα από εκεί. Ύστερα ξήλωσε και ξανά ράψε!
«Καινούργια!». Υπάρχει Θεός. Τώρα είναι πιο ζεστή, πιο χοντρή και πιο μοντέρνα. Έγινε βαριά κι οι δράκοι δε θα μπορούν να τη σηκώσουν. Είναι πια προσιτή και μοιάζει ακριβότερη, λες και πλέχτηκαν οι κόμποι της από χέρια της Μέσης Ανατολής. Μπορεί πια και να ζεστάνει. Δεν μπάζει, δε σε φθείρει. Ξάφνου κι οι επιπολαιότητες στέρεψαν, με την αυταπάρνηση να σου κλείνει το μάτι.
«Τι να σου κάνει μια κουβέρτα; Θέλεις κι άλλες!» Κι άντε πάλι στη μάχη για περισσότερες! Κι αν μπορέσεις πιο μεγάλες, ακόμα καλύτερα. Κι αν βρεις και δυο τρεις που δε μοιάζουν με άλλες, τρεις φορές καλύτερα. Μην πάψεις να ψάχνεις για πιο χοντρές. Κι όσο πιο χρησιμοποιημένες είναι, τόσο το χειρότερο! Τις καινούργιες να βρεις να πάρεις. Κι αν δεν έχεις να τις πάρεις, ξεγέλασέ τους.
Πες τους πως θα κοιμηθείς μονάχα ένα βράδυ κι αύριο, σαν ξημερώσει, θα την επιστρέψεις. Κι αν πάρεις τον ύπνο τον βαρύ, τον ύπνο του δικαίου, μη φοβηθείς. Ασπίδα θα γενείς μέσά σε καιρούς ειρήνης. Τι σε κρατεί σε άμυνα; Τι σε πνίγει; Τι το στέρνο σου σε κάνει να τραβάς; Πήρες κατάκαρδα τον ύπνο; Σώπασε. Σώπασε και τώρα δεν κρυώνεις. Έχεις κουβέρτες κάμποσες να σκεπαστείς. Σώπασε και κοιμήσου.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου