Ας αφήσουμε στην άκρη τα άγχη μας. Ας εκπνεύσουμε κι ας πατήσουμε “pause” στο χρόνο, να πάμε λίγο πίσω. Πίσω στα παιδικά μας χρόνια. Εκείνα τα αθώα και χωρίς προβληματισμούς χρόνια, που όνειρό μας ήταν να σβήσουμε τον ήλιο ή να κολυμπήσουμε μέχρι την άλλη άκρη της Γης.

Εκεί θα βρούμε ένα μύθο. Κρύβεται καλά πίσω από χαμόγελα κι εκατοντάδες παραμύθια. Σε βρίσκει πάντα με μπουκωμένο το στόμα κι αποκοιμισμένο στον καναπέ, σκεπασμένο με μια μάλλινη κουβέρτα. Η μορφή της σου είναι τόσο οικεία που, αν είσαι τυχερός, ίσως έχεις το όνομά της. Ίσως να αγάπησες πολύ και την άλλη σου γιαγιά, αυτήν όμως ξεχώρισες.

Είναι εκείνη που του παιδιού της το παιδί το  λάτρεψε. Κι εσύ, όμως, τη λάτρεψες, γιατί μπορεί μ’ εκείνη ν’ αρχίζουν οι παιδικές σου αναμνήσεις. Την αγάπησες γιατί σου στάθηκε σαν μάνα ή πατέρας ή και τα δύο μαζί. Γιατί όταν ρωτούν για τη γαλουχία σου, εσένα σου έρχεται στο μυαλό το πρόσωπό της. Σε εκείνο το, γεμάτο από παραδοσιακά πράγματα, σπίτι, με το πάτωμα καλυμμένο από διαχρονικά χαλιά και πολύχρωμες βελέντζες.

Μυρωδιές αιωρούμενες από φαγητά ή γλυκά, που ακόμα και σήμερα τις ψάχνεις. Το ψυγείο πάντα γεμάτο κι ένα ντουλάπι-θησαυρός καραδοκεί μ’ όλα τα αμαρτωλά νόστιμα που ζητάει ένας παιδικός οργανισμός. Τα πρωινά σου εκεί θυμίζουν κάτι από πεντάστερο ξενοδοχείο, που τελειώνεις μετά από μισή ώρα και περισσεύουν κιόλας, ενώ το μεσημεριανό σου έχει να κάνει με μια ποικιλία απ’ τα αγαπημένα σου πιάτα σε συνδυασμό με τα δικά της μαγειρευτά. Κι όλα αυτά συνοδευόμενα απ’ τη διαχρονική ερώτηση «σου λείπει κάτι;». Βέβαια, σήμερα θα απαντούσες «ναι».

Πήρε το μέρος σου πολλές φορές ανάμεσα σε ανεπανάληπτους καβγάδες που είχες με τα ξαδέρφια σου ή τα αδέλφια σου. Σε γλύτωσε αρκετές φορές απ’ τις τιμωρίες των γονιών σου. Συνήγορός σου σε πολλές διαμάχες ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους σου. Όταν το φινάλε έμοιαζε μοιραίο, έβαζε τελεία. Ήταν διάνοια στις δικαιολογίες όταν χρειάζονταν κι έβρισκε πάντα την καλύτερη κρυψώνα την κατάλληλη στιγμή. Μέχρι που σου δικαιολόγησε και τις απουσίες σαν μάνα, έτσι αυτοαποκαλούνταν στο τηλεφώνημα με τον λυκειάρχη σου. Κάποια στιγμή μπορεί να της θύμωσες όταν μάλωσε τον παππού σου. Τώρα όμως που το σκέφτεσαι, ίσως και να ‘χε δίκιο.

Σίγουρα θυμάσαι τα παραμύθια της κι ίσως να τα λες σήμερα στα δικά σου παιδιά. Ποτέ δε θα ξεχάσεις πόσο σφιχτά κράτησες το χέρι της όταν έπεσες μπροστά της. Νόμισες ότι ο πόνος μέσα σου δε θα φύγει ποτέ, κι εκείνη χαμογελαστή σου σκούπιζε τα δάκρυα. Χαραγμένα στη μνήμη σου έχουν μείνει και τα παιχνίδια που σου έμαθε σαν έπαιζε μικρή, καθώς κι οι ιστορίες που αναπολούσε απ’ τις δικές τις παιδικές μνήμες. Δεν ξέρεις αν ήταν αληθινές κι ούτε θα το μάθεις. Εδώ που τα λέμε, δεν αξίζει κιόλας. Εσύ έχεις κρατήσει εκείνο το πάθος που είχε σαν τις εξιστορούσε. Τις άκουγες κι ήταν σαν να ζούσες μαζί της. Ένιωθες πρωταγωνιστής!

Σήμερα ίσως να ‘ναι αλλιώς. Ίσως να μπορείς να της μιλήσεις, ίσως πάλι κι όχι. Το σίγουρο είναι ότι υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει αγάπη ανάμεσά σας, και το ξέρετε κι οι δύο. Και λείπει ο ένας στον άλλον πάρα πολύ και το ξέρετε, κι αυτό, κι οι δύο. Γιατί δεν άλλαξε μόνο εκείνη. Άλλαξες κι εσύ. Γιατί καθώς μεγαλώνει ο άνθρωπος, οι προτεραιότητές του αλλάζουν κατά πολύ. Η αξία της, όμως, παραμένει ανεξίτηλη στο χρόνο κι ένα μέρος του εαυτού σου το χρωστάς σ’ εκείνη.

Να της χαμογελάς, λοιπόν, είναι το αγαπημένο της δώρο.

 

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη