Έχουμε δύο αφτιά κι ένα μονάχα στόμα, μα συνήθως μας είναι πιο δύσκολο να ακούσουμε. Μάθαμε να μιλάμε κάνοντας μονολόγους. Ανοίγεται μια συζήτηση κι επικοινωνούμε λέγοντας πράγματα που θέλουμε να μας πουν, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι μπορεί να εννοεί ο άλλος. Τι θέλει να πει και πώς το περιγράφει. Τι λέξεις χρησιμοποιεί και με τι άνεση. Έγινε συνήθεια να μην ακούμε, αλλά να απαντούμε.

Αποφεύγουμε τις αναλύσεις γιατί περιοριζόμαστε στις υπεραναλύσεις με τον εαυτό μας. Κάπου-κάπου πετυχαίνουμε και τη συζήτηση. Κι αυτό συμβαίνει όταν θέλουμε να ακούσουμε πραγματικά αυτό που έχει να μας πει ο άλλος. Και καθόλου τυχαία αυτό συμβαίνει συχνά όταν μας ενδιαφέρει ερωτικά. Γι’ αυτό κι είναι μεγάλο προσόν να ερωτευτείς τη φωνή του άλλου.

Τη φωνή που θα σε κάνει να γυρίσεις το κεφάλι σου απότομα, γιατί το μυαλό εστίασε σε ‘κείνη. Εκείνη που θα σε κάνει να σταματήσεις ό,τι κι αν κάνεις, απλά για να δεις ποιο πρόσωπο τη συνοδεύει, γιατί σου μοιάζει τόσο γνώριμη κι οικεία. Μέσα στον κόσμο τον πολύ θαρρείς πως θα την ξεχώριζες. Γιατί μπόρεσες και την ερωτεύτηκες. Κι αν έχει και χαμόγελο απ’ αυτά που σε κάνουν να πονάει το δοντάκι σου, δεν είναι περαστικά. Είναι κάτι που θα μείνει, οπότε, μ’ έναν πόνο.

Θα πιάσεις τον εαυτό σου να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα γιατί ό,τι λέει συνοδεύεται από μία συγκεκριμένη προφορά, ιδίως αν τονίζει κάπως το σίγμα. Αν είναι ένρινη η φωνή ή λαρυγγική. Αν οι ανάσες είναι βαθιές κι ήρεμες ή αν υπάρχει ταχύτητα στον ρυθμό που σκορπά τις συλλαβές, γιατί έχει τόσα πολλά να πει. Αν χρησιμοποιεί παύσεις που σε κάνουν να περιμένεις πώς και πώς την επόμενη κουβέντα ή αν αδειάζει μονομιάς λόγια κοφτερά και μετρημένα. Αν έχει σκουλαρίκι στη γλώσσα ή στα χείλη. Αν χρησιμοποιεί λέξεις με λεπτομέρεια και σκέψη ή αν είναι της στιγμής, αυτοσχεδιασμού λέξεις. Αν έχει μια μουσικότητα το ηχόχρωμα, αν αφιερώνει κομμάτια κι υποσχέσεις τραγουδώντας. Κι είναι τόσο ερωτεύσιμα όλα τους.

Είναι το χάιδεμα στ’ αφτιά σου για όλα όσα ακούς μέσα στη μέρα, το αντίδοτο για κάθε δηλητηριασμένη κουβέντα που έχεις ανταλλάξει. Ο πόθος να φιληθείτε και να παίζεις με το piercing. Το γιατρικό να ηρεμήσει η ψυχή σου κι η αφορμή να δεις τον εαυτό σου ερωτευμένο.

Η φωνή που θα σκέφτεσαι όχι τη νύχτα, όταν όλα ηρεμούν κι έχεις να κάνεις με το εγώ σου, αλλά τη μέρα. Όταν όλα μοιάζουν βουνό κι η κορυφή δε φαίνεται, κι εσύ θες από κάπου να πιαστείς γιατί δυσκόλεψε ο δρόμος. Η στιγμή που θα παρατήσεις ό,τι κι αν κάνεις για να ακούσεις λίγα λεπτά τη φωνή που θα σε κάνει να πιστέψεις στον εαυτό σου. «Σ’ αγαπάω», «Καλή τύχη», «Πιστεύω σε ‘σένα» κι όλα αλλάζουν, ακόμα κι από τον τρόπο που θα προφέρει το όνομά σου.

Κι όλα αλλάζουν, όταν πιστέψεις πως κάπου εκεί έξω υπάρχει αυτή η φωνή που αντηχεί στη δική σου. Που έχει τόσο πολύ βαρεθεί τους πολλούς θορύβους και πεθύμησε μία χροιά κι ό,τι αυτή συνοδεύει. Το μουρμουρητό τα βράδια στον ύπνο και την γκρίνια στη μέση της μέρας. Την πολυλογία ανάμεσα στον πολύ κόσμο και την ολιγόλεπτη σιγή που κολυμπάει σε θάλασσες οικειότητες, που σε κάνουν να ερωτεύεσαι ακόμα περισσότερο. Την εύθραυστη λαλιά όταν γίνεται παιδί και τα ουρλιαχτά όταν υπάρχει θυμός ή πόνος. Το γέλιο που μπορεί όλα να τα χρωματίσει, γιατί δε μοιάζει με κανένα άλλο. Γι’ αυτό κι όλα αυτά είναι ερωτεύσιμα. Δε μοιάζουν με τίποτα απ’ όσα έχεις δει κι έχεις, ως τώρα, ακούσει.

Ερωτευόμαστε ό,τι ήρθε πρώτο να μας δείξει πως δεν είμαστε μόνοι. Ό,τι ήρθε να μας πει πως εδώ που είσαι δεν είναι και λίγο αλλά μαζί θα το κάνουμε να μοιάζει με πολύ. Γιατί στον έρωτα όλα πρέπει γίνονται ένα, κεραυνοβόλα. Με μία φωνή!

 

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη