Πριν πολλά πολλά χρόνια, σ’ έναν κόσμο παράλληλο, πίσω από ένα δάσος μακρινό, που όμοιό του δεν υπήρχε, ζούσαν μονοιασμένες σ’ ένα απόμερο χωριό, η Συμπόνια κι η Ενσυναίσθηση. Κάτοικος άλλος δεν υπήρχε στο χωριό, καθώς όλοι κυνηγούσαν την αστικοποίηση. Οικονομικά εύπορες δεν τις έλεγες, κοιτούσαν να ‘χουν τα απαραίτητα για τη ζωή. Δούλευαν σκληρά για να φτιάξουν το ψωμί, να συλλέξουν το γάλα τους και το μεσημέρι να επισκευάσουν τη φάρμα ή το σπίτι τους.

Μέχρι αργά το βράδυ αλώνιζαν ή φύτευαν και πότιζαν, και κουρασμένες γυρνούσαν στο σπίτι για να ξεκουραστούν μέχρι την επομένη. Ενίοτε αντάλλασσαν και μια κουβέντα η μία στην άλλη. Πότε ζητούσε η Συμπόνια βοήθεια και πότε η Ενσυναίσθηση την καλούσε στο σπίτι για καφέ. Όλα κυλούσαν ομαλά και τίποτα δεν έμοιαζε να γίνεται ρουτίνα.

Τα χρόνια περνούσαν, οι δυο τους μεγάλωναν κι οι δυνάμεις τους λιγόστευαν. Οι δουλειές ήταν πια πιο κοπιαστικές και λιγότερο αποδοτικές. Η Συμπόνια έδειχνε να θέλει να τα παρατήσει και να φύγει κι εκείνη απ’ το χωριό. Όλα της έμοιαζαν με ένα ρολόι που δε σταματά στιγμή, για να ευχαριστηθεί ό,τι με κόπο έφτιαξε. Η Ενσυναίσθηση κατάλαβε πως η Συμπόνια θέλει ξεκούραση, κι έτσι αποφάσισε να τη βοηθήσει, για να της δείξει πως δεν είναι μόνη -όσο κι αν νιώθει. «Όλα αυτά που άλλοι στην πόλη μοχθούν για να τα έχουν, εκείνη θα τα παρατήσει;» είπε κι αποφάσισε τα πρωινά να μη φτιάχνει το ψωμί. ώστε να ‘χει χρόνο για να βοηθάει στο άρμεγμα τη Συμπόνια, πράγμα που τη δυσκόλευε πολύ.

Μέρα με τη μέρα, η Συμπόνια έδειχνε να λυπάται την Ενσυναίσθηση που πήρε αυτήν την πρωτοβουλία κι εξαιτίας της δεν έφτιαχνε πια ψωμί κι έτσι, με το θάρρος που της είχε, της πρότεινε να της δίνει το μισό γάλα από αυτό που συλλέγει καθημερινά. Η Ενσυναίσθηση γυρνώντας στο σπίτι έπεσε σε θλίψη, καθώς η πράξη της Συμπόνιας την έφερε σε δύσκολη θέση. Αυτό που της έλειπε ήταν το ψωμί, κι όχι το γάλα.

Αργά το βράδυ, μόλις το κρύο είχε δείξει τα δόντια του, η Ενσυναίσθηση πήρε τους δρόμους, είχε ανάγκη από καθαρό αέρα. Καθώς περπατούσε, διαπίστωσε ότι ο δρόμος που έχει πάρει, δεν ανήκε στο χωριό της κι ότι γύρω της υπήρχαν πελώρια δέντρα και το φως του φεγγαριού λιγόστευε κατά πολύ. Ένιωσε ανησυχία, γιατί αμέσως κατάλαβε ότι ακόμη κι αν ξημερώσει, δε θα φωτιστούν οι ρίζες και τα μονοπάτια, κι έτσι θα δυσκολευτεί να βρει τον δρόμο προς το σπίτι.

Οι ώρες περνούσαν κι οι σκέψεις της Ενσυναίσθησης ήταν στα ζώα που ‘μειναν απροστάτευτα. Το παράπονο την κυρίευε, γιατί ήξερε πως η Συμπόνια λόγω της κατάστασής της θα την περιμένει να κάνουν τις δουλειές μαζί, αλλά δε θα την ψάξει, γιατί δεν μπορεί να περπατήσει μεγάλες αποστάσεις. Με επιμονή και συλλογισμό σκέφτηκε πως αν μετράει από μέσα της έως το 60, θα μπορέσει να καταλάβει το πέρασμα του ενός λεπτού. Έτσι, συμπεριέλαβε τα λίγα λεπτά που έχει περάσει χωρίς να μετρά, κι άρχισε να ψάχνει τη διέξοδο, ξέροντας τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει.

Στον δρόμο που διένυε, ψηλαφώντας κορμούς δέντρων, σαν τον μόνο τρόπο για να καταλάβει την εικόνα γύρω της, συνειδητοποίησε πως έχουν περάσει δυόμιση εικοσιτετράωρα, και πως και τον σωστό δρόμο να βρει, τίποτα δε θα ‘ναι ίδιο πίσω στο σπίτι. Ίσως αγρίεψε ο καιρός κι έφερε καταιγίδες, ίσως κάποιο τσακάλι να κατασπάραξε τα πρόβατα ή οι αλεπούδες τις κότες. Τα στάχυα της ‘μειναν αμάζευτα κι ο αγρός κλονισμένος από την έλλειψη νερού. Τα προβλήματα δείχνανε να την μπερδεύουν με το μέτρημα και το κουράγιο της χανόταν. Άρχισε να ξεσπά σε κλάματα γονατισμένη έως ότου την πήρε ο ύπνος δίπλα σ’ έναν θάμνο.

Όταν άρχισε μια γλώσσα να της γλείφει τη μούρη μέσα στον ύπνο, τρόμαξε! Σηκώθηκε απότομα κι απ’ τη μυρωδιά κατάλαβε πως, τελικά, ήταν πολύ πεινασμένος ο σκύλος της. Τα γαβγίσματα χαράς και το γουργουρητό απ’ το στομάχι του έκαναν διαγωνισμό για το ποιο ακούγεται δυνατότερα. Ο σκύλος την τράβηξε απ’ το παντελόνι κι άρχισε να περπατά προς μια κατεύθυνση. Η Ενσυναίσθηση άρχισε να ξεχωρίζει ένα φως στο βάθος που έμοιαζε με την αρχή του δάσους που οδηγούσε χωριό της. Όλο χαρά αγκάλιασε τον σκύλο της κι ακολούθησαν μαζί τον δρόμο της επιστροφής.

Όσο πλησίαζε το χωριό, τόσο σκεφτόταν πως όλα πίσω στο σπίτι θα ‘ναι διαφορετικά, αλλά θύμωνε στην ιδέα πως η Συμπόνια άφησε στην τύχη όλους τους κόπους μιας ζωής. Όταν έφτασε απ’ έξω, μεγάλα χόρτα είχαν σκεπάσει τα στάχυα και πούπουλα είχαν καλύψει το κοτέτσι. Τα ζώα ‘μοιαζαν κατασπαραγμένα και το σπίτι είχε αποκτήσει σπασμένα τζάμια και ρωγμές στα παραθυρόφυλλα. Όταν στράφηκε προς το σπίτι της Συμπόνιας, όλα ‘μοιαζαν καλύτερα από πριν. Η Συμπόνια είχε αποκτήσει περισσότερα ζώα κι έφτιαξε καλύτερες εγκαταστάσεις για να μένουν αυτά. Το σπίτι της απέκτησε χρώμα και γλάστρες με λουλούδια.

Σ’ ένα από τα παράθυρα στάθηκε η Συμπόνια με ανήσυχο βλέμμα. «Νόμισα ότι δεν άντεξες το χωριό κι έφυγες για την πόλη» ξεστόμισε και κατέβηκε να αγκαλιάσει την Ενσυναίσθηση που τόσο της είχε λείψει. «Θα σε βοηθήσω να ξαναβρείς ό,τι έχασες σε έναν μήνα» της είπε και της υποσχέθηκε περίθαλψη και φαγητό. «Μόλις ξεκουραστείς θα σε περιμένω να με βοηθήσεις με το άρμεγμα που τόσο καλά ξέρεις να κάνεις. Αλλά αυτή τη φορά δε θα σου ανήκει το μισό αλλά το ολόκληρο γάλα που συλλέγεις» είπε με χαρά κι άνοιξε την πόρτα για να φιλοξενήσει την Ενσυναίσθηση.

 

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη