Έβαλε μπρος στο αυτοκίνητο να φύγει.
Για κάποιο λόγο δεν μπορούσε, τα χέρια της έτρεμαν.
Σκέφτηκε ν’ανοίξει το ραδιόφωνο, να ξεχαστεί.
Η μελωδία γνώριμη. Το τραγούδι τους.
Εκείνο που άκουγαν μαζί τις νύχτες, όταν της υποσχόταν αιώνια αγάπη και αφοσίωση.
Τώρα της φαινόταν άδειο, υποσχέσεις κενές.
Το έκλεισε και άνοιξε παράθυρο να τη χτυπήσει ο αέρας να συνέλθει.
Έξι μήνες κράτησε όλους και όλους η ιστορία τους.
Γιατί άραγε, της φαίνονται ολόκληρα χρόνια;
Κοίταξε το πρόσωπό της, στον καθρέφτη του οδηγού;
Πώς έχει αφεθεί τόσο; Πως παραμέλησε τον εαυτό της;
Που πήγε η Μαρία, που είχε συγκροτημένη σκέψη και αυτοκυριαρχία;
Ο έρωτας δεν έχει λογική, λένε.
Αυτό που ζούσε όμως, μόνο έρωτας δεν ήταν.
Οι συναντήσεις τους αποκλειστικά νυχτερινές.
Σαν κλέφτης πήγαινε για λίγες μόνο ώρες και έφευγε.
Και ας έλεγε ψέματα στον εαυτό της κάθε φορά πως αυτή θα είναι τελευταία, πως τα πράγματα θα αλλάξουν και όλα θα γίνουν όπως ονειρευόταν.
Σκεφτόταν πάντα τις πιο ευφάνταστες δικαιολογίες, για να ρουφάει λίγη δύναμη και να ανέχεται όλες τις υπόλοιπες ώρες που περνούσαν αδιάφορα.
Βέβαια η μέθοδος της, είχε τ’αντιθετα αποτελέσματα.
Αντί να παίρνει δύναμη, βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην εξάρτησή της.
Πάντα ένιωθε μία ακατανίκητη έλξη για όσα την κατέστρεφαν.
Η ζωή της είχε μόνο ένα νόημα. Να τον κάνει να την αγαπήσει.
Όμως γιατί μερικές φορές ένιωθε πως εκείνος τελικά την μισεί;
Κάπου είχε διαβάσει ότι η απόσταση μεταξύ μίσους και αγάπης είναι μικρή, οι ισορροπίες λεπτές και εύθραυστες, τις είχε σπάσει εδώ και καιρό παριστάνοντας τον σχοινοβάτη.
Ακροβατούσε σε ένα σχοινί, επιζητώντας μόνο να ταράξει τα νερά στη σχέση τους, που ήταν καιρό λιμνάζοντα.
Βούλιαζε όλο και πιο βαθιά και τώρα ένιωθε σχεδόν βολεμένη στη θλίψη της.
Αλλά το βόλεμα, ποτέ δεν της άρεσε. Ήταν των άκρων.
Αγαπούσε πολύ, ερωτευόταν τρελά, θύμωνε υπερβολικά.
Τώρα όμως ήταν ήσυχη, συγκαταβατική, βαθύτατα παθητική.
Δεχόταν την εγωιστική αγάπη του, σαν βάλσαμο.
Την έπινε λίγη λίγη κρατώντας τη γουλιά στο στόμα της, όσο περισσότερο μπορεί, μήπως και ξεδιψάξει.
Στο τέλος όμως η δίψα ήταν μεγαλύτερη. Και δεν είχε που να βουτήξει τη γλώσσα της.
Φρέναρε απότομα.
Οδηγούσε για ώρες τελικά χωρίς να το καταλάβει.
Είχε φτάσει στο δρόμο που είχαν συναντηθεί πρώτη φορά, χωρίς να το καταλάβει.
Έξω ξημέρωμα. Ένας κατακόκκινος ήλιος, έριχνε τις πρώτες του αχτίδες.
Έκλαψε πολύ και δυνατά.
Συγχώρεσε και τους δύο. Περισσότερο τον ίδιο της τον εαυτό, που τόσο είχε εγκαταλείψει.
Πέταξε μια πέτρα με ορμή απ’τον γκρεμό και μαζί της και όλες τις άλλες που κουβαλούσε τόσο καιρό στις τσέπες.
Χαμογέλασε στον ήλιο, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε χαρούμενη για τη δουλειά.
Επιτέλους, κάθαρση.