Τον καπετάν Σταύρο όλοι τον αγαπούσαν στο νησί.
Αγέρωχος, ψηλός, βάδιζε με βήματα σίγουρα κάπου στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του.
Συναναστροφές πολλές δεν είχε, αλλά καλημέρα έλεγε σε όλους και βοήθεια ποτέ σε κανέναν δεν αρνιόταν.
Ωστόσο είχε κάτι διαφορετικό, ήταν ο τρόπος που κοιτούσε.
Φαινόταν μία αδιόρατη θλίψη στα μάτια του και πάντα ήταν λες και ήταν χαμένος στο δικό του κόσμο.
Κοινωνικές εκδηλώσεις και πανηγύρια, δεν πολυσυμπαθούσε.
Πάντα στη θάλασσα τον έβρισκες. Και πάντα με τη βάρκα του.
Μία βάρκα ξύλινη, απλή και φτιαγμένη με πολύ μεράκι από τον ίδιο.
Ήταν η Μαρίνα του, όπως έλεγε.
Η παρουσία και η όλη ιστορία του, μου γεννούσαν ανέκαθεν μυστήριο και ερωτηματικά.
Ήταν Αύγουστος του 1984 όταν το νησί άρχισε να εκτινάσσεται τουριστικά.
Πάνω στα ατίθασα είκοσι και την ανεμελιά της νιότης, γνώρισε ο Σταύρος τη Μαρίνα και έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του.
Λίγο το καλοκαίρι, λίγο το γαλάζιο φόντο της θάλασσας και η αλμύρα στα μαλλιά, την έκαναν να μοιάζει με θεά που ξέβρασε το κύμα.
Παιδί της θάλασσας αυτός, στεριανή εκείνη.
Λογικός εκείνος, θεότρελη αυτή.
Ναυτικός ο ένας, δασκάλα η άλλη.
Φαινομενικά αντίθετοι, αλλά αν τους συναντούσες, έβλεπες μόνο ταίριασμα.
Το ταίριασμα του έρωτα, που έκανε τα μάτια και των δύο να αστράφτουν
Έρωτας καλοκαιρινός όμως και όπως οι περισσότεροι, θα έληγε άδοξα.
Ο Σταύρος να ετοιμάζεται να σαλπάρει και η Μαρίνα, να περνά μήνες αγωνίας.
Έξι μήνες. Έξι μήνες που εκείνη τους μέτρησε πάνω σε φακέλους που μύριζαν αρμύρα.
Και τα ίδια τα γράμματα, κάθε βράδυ, κάτω απ’το μαξιλάρι της, ποτισμένα με την κολόνια του.
Κάπως έτσι, είχε δέσει την ευτυχία της, με τη θάλασσα.
Για το νησί ήταν ο καπετάνιος, για εκείνη ήταν το ναυτάκι της.
Ως άλλη πιστή Πηνελόπη περίμενε υπομονετικά, καθώς τα χιλιόμετρα και οι αποστάσεις, δε μετρούσαν για εκείνη.
«Αυτά είναι για τους λογικούς που ξέρουν να τα υπολογίζουν κιόλας, εγώ ένα ξέρω μόνο, πως αν τον άλλον τον κουβαλάς μέσα σου, όπου και να πας τον έχεις μαζί σου, καμία έλλειψη δε νιώθεις.»
Ο Σταύρος όμως, ήταν από αυτούς, τους λογικούς.
Και έτσι μια μέρα, έφτασε το γράμμα του αποχωρισμού.
Δε μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη, δεν άντεχε να την πληγώνει.
Και κάπως έτσι, γενναία, την άφησε.
Όσο και αν έψαξε να τον βρει, δεν τα κατάφερε.
Χαμένος στις φουσκοθαλασσιές και τα προσωρινά λιμάνια του, δεν άφησε σημάδια.
Και έτσι κι εκείνη, μετά από πολύ καιρό, αποφάσισε να προχωρήσει.
Δέκα χρόνια αργότερα, η Μαρίνα παντρεύτηκε.
Ο Σταύρος, για δεύτερη φορά, χάνει τη γη κάτω απ’τα πόδια του.
Και θυμώνει. Θυμώνει με την μικροψυχία του, με τη ζήλια που του έτρωγε τα σωθικά.
Γιατί τον ζήλεψε πολύ εκείνον, που τώρα θα είχε την ευκαιρία να την κάνει ευτυχισμένη.
Τον ζήλεψε και ας ήξερε, πως εκείνος της άνοιξε την πόρτα να φύγει.
Εκείνος δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Δεν ήθελε να πάρει αθώους ανθρώπους στο λαιμό του, έλεγε.
Πιο καλή η μοναξιά, μουρμούριζε.
Άλλωστε όσο υπήρχε η θάλασσα και η βάρκα, μόνος δεν ήταν.
Στο χωριό λένε πως είναι τρελός.
Αναρωτιόταν κι εκείνος το ίδιο, όταν χάιδευε τη βάρκα του και το ξύλο, του θύμιζε τα χέρια της.
Κρύο το ξύλο όπως κι εκείνα, από έρωτα, όπως του είχε πει.
Έναν έρωτα που απαρνήθηκε, που προφασίστηκε χίλιες δικαιολογίες και δυσκολίες για να σκοτώσει το όνειρο πριν καν αρχίσει.
Δε βεβαιώθηκα ποτέ για την τρέλα του.
Ούτε καν εκείνο το βράδυ, που άκουσα απ’το βάθος της παραλίας μια αντρική, βαριά φωνη.
– Μαρίνα μου, τι λες; Σαλπάρουμε αγάπη μου;