Με ένα τσιγάρο σφηνωμένο στα δάχτυλα και το άλλο χέρι απασχολημένο να προσπαθεί να στρώσει το κόκκινο φουστάνι αγόρευε, κατά την προσφιλή της συνήθεια.
Ξαφνικά έκανε μεγάλη παύση και συγκέντρωσε το βλέμμα της πάνω μου, για να μαντέψει την αντίδραση μου.
– Έχει παράπονα λέει, ότι δε μιλώ πολύ.Δεν εκφράζομαι συναισθηματικά, εννοώ.
– Αυτός πώς τα πάει με την έκφραση;
– Τα κλασσικά κι αναμενόμενα. Αλλά εμένα δε μου βγαίνει. Δεν είναι ότι δεν τον θέλω, αλλά έτσι είμαι εγώ.
Η Έλενα. Η ονειροπόλα για μένα, η ονειροπαρμένη για τους λογικούς.
Η μόνιμα ερωτευμένη με τη ζωή και ό,τι της έδινε ζωή.
Γυναίκα γύρω στα τριάντα, αλλά με ψυχή μικρού κοριτσιού.
Κορίτσι φάνταζε στα μάτια μου έτσι που συμπεριφερόταν στον έρωτα.
Από ραντεβού σε ραντεβού, αυτοσαρκαζόταν ότι δικαίως της άνηκε θέση στα ρεκόρ γκίνες.
Πάντα κατέφτανε αργοπορημένη, παρόλο που ρούχα δε σπαταλούσε χρόνο να διαλέξει.
Το κόκκινο φόρεμα ήταν μονίμως παραπεταμένο κάπου στην ντουλάπα να την περιμένει για κάποια «καλή περίσταση».
Το έβγαζε, το πρόβαρε και το φορούσε.
Ήθελε να το εξιλεώσει, έλεγε, να το φορέσει και να της βγει σε καλό μια φορά.
Κι ας είχε περάσει η μόδα του, στα μάτια της ήταν πάντα επίκαιρο. Το ανέμιζε και καμάρωνε το χρώμα του.
Το κόκκινο της φωτιάς, του πάθους, όμοιο με το πορφυρό των συναισθημάτων της, σε όλους τους τομείς.
Και στη δουλειά της με πάθος δινόταν, δε δεχόταν λάθος χειρισμούς και ατασθαλίες.
Πολυάσχολη, διαιρούσε τον εαυτό της σε τόσες ασχολίες, ώστε να μην απομένει υπόλοιπο.
Πόσο μάλλον στις σχέσεις.
Ήταν ο ορισμός του ατόμου που ξέρει να δίνει.
Κατά καιρούς ανάλογα με τις ανάγκες των συντρόφων της άλλαζε ρόλους.
Γινόταν επιτυχημένη σεφ, στοργική νοσοκόμος, φτασμένη επιχειρηματίας, το απόλυτο sex symbol.
Με αεροπλάνα και βαπόρια έτρεχε να τους συναντήσει, όταν της τα χαλούσαν οι αποστάσεις.
Τα αρχικά που τη σημάδεψαν για πάντα στην ψυχή της, είχαν αποτυπωθεί στο δέρμα της σε τατουάζ, σε κάποια στιγμή ξεχειλίσματος έρωτα και απερισκεψίας.
Καμιά φορά, όταν ερωτευόταν, γινόταν ως και ποιήτρια.
Τόσα που είχε γράψει, θα μπορούσε να τα εκδόσει.
Αλλά τα έβρισκε πολύ μελό, διαβάζοντας τα αργότερα με ήρεμη σκέψη και προτιμούσε να τα κρατάει κρυμμένα για να χαμογελάει στη θύμησή των στιγμών.
Μόνο με τα λόγια δεν τα πήγαινε καλά.
Όχι μόνο με αυτούς που της τα έλεγαν, αλλά με τη γλώσσα της που κόμπιαζε σε μία συγκαταβατική απάντηση.
Γιατί το κακό με αυτούς που λένε μεγάλα λόγια είναι ότι συνήθως έχουν την απαίτηση, είτε κρυφή είτε φανερή, να τους τα ανταποδώσουν.
Και δεν είναι ότι δεν ήθελε ο γυναικείος εγωισμός της να τα ακούσει, να ξεγελαστεί λίγο.
Ήταν που είχε καεί η γούνα της, το δέρμα της, η καρδιά της από αυτά.
Μην τάξεις σε παιδί κι άγιο, λένε.
Και η Έλενα στον έρωτα, ήταν παιδί.
Η υπόσχεση από τη σχέση, ένας δρόμος διαφορά.
Ένας δρόμος που οι άνθρωποι του λέγειν, συνήθως δε θα διαβούν. Είναι μία κατηγορία, όμοια με αυτή των πολιτικών.
Το «θα» είναι η αγαπημένη τους λέξη.
Τα γλυκόλογα, η καραμέλα που πιπιλίζουν με περίσσεια ευκολία.
Οι υπερφίαλες υποσχέσεις, χόμπι τους.
Από λόγια άλλο τίποτα. Μέχρι και που λέξεις με βαθύ νόημα, τις έχουν καταντήσει κενές.
Θα ’πρεπε με κάποιο τρόπο να τους απαγορεύεται να τις χρησιμοποιούν γιατί τις μολύνουν και μαζί με αυτές λερώνουν και τον έρωτα.
Οι άνθρωποι οι αυθόρμητοι, που ανταλλάζουν ένα «κι εγώ σ αγαπώ» με μία δυνατή αγκαλιά, είναι αυτοί που μ’ αρέσουν.
Οι άνθρωποι που ξέρεις ότι ακόμη και δια της σιωπηλής διακριτικής τους παρουσίας, είναι εκεί για σένα.
Αυτοί που δε βιάζονται στα λόγια, αλλά τα πάνε καλά με τις πράξεις.
Αυτοί που δεν διατείνονται ότι κρατάνε τα κλειδιά του παραδείσου στα χέρια τους, αλλά για σένα θα φροντίσουν να δημιουργήσουν επίγειο παράδεισο.
Μέσα από απλές, απλούστατες καθημερινές πράξεις.
Και ακόμη κι αν δεν τα καταφέρουν, έχεις να θυμάσαι όμορφες στιγμές.
Προχθές ξαναβρέθηκα με την Έλενα και άνοιξε η συζήτηση για το γνωστό θέμα.
«Από το τηλέφωνο; Μα καλά σου έκανε ερωτική εξομολόγηση από το τηλέφωνο; Κι εσύ τι έκανες;»
«Τον ευχαρίστησα. Από κοντά, ομως.», είπε και μου ‘κλεισε με νόημα το μάτι.