Είναι από κείνες τις φορές που γουστάρεις να μείνεις μόνος. Το ‘χεις ανάγκη, δε θες να δεις κανένα, θες απλά να απολαύσεις ένα απόλυτο τίποτα. Και το υποσχέθηκες στον εαυτό σου απ’ το πρωί που ξύπνησες. Δεν άνοιγε το μάτι με τίποτα κι η πλανεύτρα η φωνίτσα μέσα στο κεφαλάκι σου, να σε δελεάζει με χίλιους δυο τρόπους για να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι.
Ώσπου βρίσκει την ευαίσθητη χορδή και πάτησε. Σου υποσχέθηκε λοιπόν, πως όταν τελειώσουν οι υποχρεώσεις της μέρας, θα γυρίσεις σπίτι στο απόλυτο τίποτα που ανυπομονείς. Έτσι, γιατί θέλεις να κάνεις λίγο τη ροή να σταματήσει, να μην ποντάρεις εσύ στο γεγονός ότι τρέχοντας σαν τον Βέγγο θα προλάβεις τους ρυθμούς εκείνους της καθημερινότητας, με τους οποίους είχες τσακωθεί, χρόνια τώρα.
Περνά λοιπόν η μέρα σου κι εσύ βιώνεις μια περίεργη σημαντικότητα για το τίποτα που θες να ζήσεις, λες κι είναι η κρυφή σου ερωμένη. Γιατί υπάρχουν μέρες που απλά αρνείσαι να ακούσεις την οποιαδήποτε μαλακία, δε θες δικαιολογίες, ούτε φτηνές πράξεις κι απραξίες, ούτε απουσίες. Θες να ηρεμήσεις απ’ όλα αυτά. Να κλείσεις τα μάτια και για λίγες στιγμές μόνο, να προσποιηθείς πως δεν υπάρχουν.
Μπαίνεις μέσα στο σπίτι λοιπόν. Κι όμως. Πάλι κάτι σε τρώει, σε πνίγουν οι τοίχοι. Θες να βγεις έξω, να πας μια βόλτα με το αμάξι, ή να περπατήσεις. Δε σε νοιάζει, απλά θέλεις να βγεις έξω απ’ το σπίτι. Βγαίνεις γρήγορα, λες και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Κι απλά κατευθύνεσαι προς τα έξω. Προχωράς και θέλεις απλά να παρατηρείς. Όλα εκείνα που δεν μπορείς να παρατηρήσεις, όταν έχεις χίλια δυο πράγματα στο μυαλό σου, άγχη, φοβίες.
Ανάβεις τσιγάρο στο δρόμο και κινείσαι προς άγνωστη κατεύθυνση. Βλέπεις τους ανθρώπους να κινούνται ο καθένας προς την κατεύθυνσή του, ο καθένας απόλυτα απορροφημένος σ’ αυτό που σκέφτεται ή σ’ αυτό που θέλει να κάνει. Το ζευγαράκι το χαριτωμένο, τις μεγάλες παρέες, τους μοναχικούς, τους φωνακλάδες. Γουστάρεις να τους παρατηρείς σιωπηλά. Τον τρόπο που μιλούν, που κινούνται, τι διαλέγουν να πουν με τη γλώσσα του στόματος και τι διαλέγουν να κρύψουν με τη γλώσσα του σώματος.
Πάντως σίγουρα σε κάθε γωνιά θα ακούσεις κάποιον να παραπονιέται ότι δεν έστειλε μήνυμα το ταίρι, προσπαθώντας να βρει το νόημα της ζωής μέσα σε αξημέρωτα βράδια που ξεροστάλιαζε για ένα νεύμα. Απορείς. Είναι έρωτας αυτό, ή συναισθηματική εξάρτηση σε ανησυχητικό σημείο; Από πότε άραγε σταματήσαμε να αγαπάμε τον εαυτό μας τόσο, έτσι ώστε να μην μπορούμε να απολαύσουμε στιγμές με το εγώ μας; Αυτή η σκέψη φυσικά έρχεται μετά, αφού έχεις ήδη ρίξει βλέμμα τύπου « Εντάξει, θα επιβιώσεις».
Εννοείται πως έχεις χαθεί μετά από τόσο περπάτημα. Δεν έβλεπες πού πήγαινες εξάλλου, παρατηρούσες. Κοντοστέκεσαι και νιώθεις μια ικανοποίηση. Το εγώ σου νιώθει χορτασμένο απ’ τη βόλτα χωρίς προορισμό, το χρόνο που πέρασες με τον εαυτό σου, κάνοντας τίποτα απολύτως. Το τηλέφωνό σου άρχισε να χτυπάει. Εξάλλου, αγνοούσες κλήσεις όλη τη μέρα. Το σηκώνεις κι είναι το φιλαράκι.
Σε βρίζει που δεν το σήκωνες και σε ρωτάει πού σκατά είσαι. Απαντάς ένα «δεν έχω ιδέα». Σε βρίζει πάλι και σου λέει να τσακιστείς στο γνωστό σας μπαράκι για ποτό. Χαμογελάς και απαντάς «Έρχομαι». Κλείνεις το τηλέφωνο και δεν ανησυχείς για το πώς θα γυρίσεις πίσω.
Πάντα θα ξέρεις πώς να γυρνάς πίσω.
Επιμέλεια Κειμένου Ευαγγελίας Μερμίγγη: Πωλίνα Πανέρη