Σάββατο βράδυ, λίγο διαφορετικό απ’ τα άλλα. Είτε σε στοιχειώνει η σκέψη σου, είτε στη στοιχειώνει κάποιος άλλος. Πήρες πάντως τη γενναία απόφαση να βγεις και να μη μιζεριάσεις σπίτι. Έτσι, για να την πεις στον εαυτό σου, να του κρυφτείς ότι τάχα μου «σιγά μην κάτσω να σκάσω».

Δεν είναι δα ότι θα περάσεις άσχημα και το ξέρεις. Γνωστοί πολλοί, το ποτό ακόμα περισσότερο και ‘κει είναι που θα ποντάρεις όταν σε τρώει κάτι, φαινομενικά αόρατο για όλους τους άλλους. Ίσως γι’αυτό να βρίσκεσαι μέσα σε τόσο κόσμο και να νιώθεις μια περίεργη μοναξιά να σου τρυπάει τα κόκαλα. Σε έναν κόσμο γεμάτο κινούμενες φιγούρες η μοναξιά παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, δίνοντας στην αλήθεια μια νότας θλιβερής ειρωνείας.

Στην αρχή της βραδιάς όλα είναι καλά, περνάς όμορφα με την παρέα σου, πειράγματα, χορός, ποτό. Παρατηρείς τους γύρω σου, προσπαθώντας να αγνοήσεις αυτό το ανικανοποίητο που νιώθεις, γιατί δε θες να το νιώθεις. Είναι πεισματάρα όμως η νύχτα και ξέρεις ότι θα κρατήσει πολύ περισσότερο, κάνοντάς σε να νιώθεις ότι είσαι έτοιμος για μια μάχη που δε δόθηκε ποτέ.

Κοιτάς κλεφτά το ρολόι. Είναι πολύ νωρίς για να εγκαταλείψεις. Κι όμως, τη στιγμή εκείνη που κοιτάς την ώρα, σου έρχεται ένα συγκεκριμένο άτομο στο μυαλό. Είναι ίσως το μοναδικό άτομο που θα ‘θελες να είχες εκεί εκείνη τη στιγμή, να πίνετε μαζί ποτό, να σου λέει «γεια μας», χωρίς περιττές ερωτήσεις, χωρίς σχόλια. Γιατί εκείνο το άτομο δε θα χρειαστεί λέξεις για να σε καταλάβει, ποτέ δεν τις χρειάστηκε.

Η ώρα περνάει όμως και το ποτό βοηθάει τις άμυνές σου να λυθούν. Ο κόσμος αρχίζει σιγά- σιγά να αραιώνει. Και κει που σε ρωτάνε αν θέλεις τελικά να φύγετε, απαντάς όχι. Στις 5 το ξημέρωμα, παίρνεις τηλέφωνο εκείνον τον άνθρωπο που αντέχει την ύπαρξή σου όταν δεν την αντέχεις εσύ. Δεν του ζητάς να έρθει, είναι παράλογο. Δυο κουβέντες θέλεις να πείτε μόνο, για να μη νιώθεις τόση μοναξιά ανάμεσα σε τόσο κόσμο.

Κι όμως, χρειάζεται να ζητήσεις κάτι από αυτόν που μετράς ως άνθρωπό σου; Στην τελική, αυτός ο άνθρωπος που θα τσακιστεί να ρθει να σε βρει, χωρίς να του το ζητήσεις, είναι η αιτία που τρως στη μάπα τόση υποκρισία, τόση επιφάνεια, τόση ειρωνεία από όλους τους άλλους και συνεχίζεις να αντέχεις.

Δε σε πολυνοιάζει. Γιατί εκείνη την ώρα μπαίνει μέσα, κάθεται δίπλα σου και δε σε ρωτάει τίποτα. Παραγγέλνει ποτό, σχολιάζει κάτι άσχετο για τη μουσική ή για το γεγονός ότι βρήκες το πιο άκυρο μέρος να καθίσεις και λέει «έλα, γεια μας», έτσι απλά.

Χαμογελάς και δε νιώθεις πια να λείπει τίποτα. Ούτε μοναξιά. Γιατί έχεις δίπλα σου ένα πλάσμα που κάνει την περιέργειά σου να φαντάζει ως κάτι ξεχωριστό, μοναδικό. Κι είναι λίγο αστείο.

Γιατί εκείνος ο άνθρωπος, που τσακίστηκε να ρθει να σε βρει όπου κι αν ήσουν, ό,τι ώρα και να ήταν, ήρθε επειδή γούσταρε, επειδή σε αγαπάει, επειδή σε νοιάζεται. Όχι γιατί έπρεπε πρώτα να του αποδείξεις πως τον χρειάζεσαι ή πως σου αξίζει.

Συνηθίζουν οι άνθρωποι, να περιμένουν να λάβουν είκοσι για να ανταποδώσουν δέκα. Ή και πολλές φορές τίποτα. Γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι. Μεγάλη η ευλογία. Στις 5 το πρωί όμως θα φανεί ποιος θα νοιαστεί.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ευαγγελίας Μερμίγγη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ευαγγελία Μερμίγγη