Είναι μεσημέρι και ξυπνάω ιδρωμένη λόγω καύσωνα.
Κάθομαι κάτω από το παγωμένο νερό στο μπάνιο. Το αφήνω να τρέξει μέχρι να μουδιάσω. Πίνω κρύο νερό όλη μέρα μήπως δροσιστώ αλλά νευριάζω που ακόμα ζεσταίνομαι.
Χλιαρή ζέστη και αφόρητη υγρασία.
Στη δουλεία η ώρα περνάει βασανιστικά αργά και ανοίγω το ραδιόφωνο. Για τέσσερις ώρες ακούω εκνευριστικά χιτάκια και χαζεύω το ρολόι στο τοίχο. Πιάνω ένα πανί και ξεχνιέμαι ξεσκονίζοντας τα τραπέζια.
Γιατί έχει τόση ζέστη και γιατί ακούω αυτά τα σκουπίδια;
Κλείνω το ραδιόφωνο και χώνω το κεφάλι μου στο ψυγείο.
Το βράδυ συναντιόμαστε και χαλάνε οι αισθητήρες μου. Η μπίρα που πίνω το τελευταίο δίωρο μου φαίνεται μπούζι.
Καθώς μου μιλάς, πέφτει το τσιγάρο που κρατάω πάνω μου και καίγομαι. Αργώ να το συνειδητοποιήσω.
Σιδερώνω τα ρούχα μου καθισμένη στο κρεβάτι, ξεχνιέμαι και καίω το πόδι μου. Με πιάνει νευρικό γέλιο.
Σε παίρνω αγκαλιά και νιώθω ένα αεράκι να με χτυπάει. Στο διαμέρισμα δεν έχει κλιματιστικό, ούτε ανεμιστήρα.
Είμαι πάνω από το μάτι της κουζίνας, μαγειρεύω και βράζω. Σε κοιτάω και το ξεχνάω.
Με ενοχλεί η ζεστή αλλά μαζί σου η θερμοκρασία ξεφεύγει και μαζί της, τα νεύρα μου.
Ακούμε μουσική και έχω ξαπλώσει πάνω σου. Μάλλον ζεσταίνεσαι αλλά δε λες τίποτα. Χαμογελάς και σηκώνεσαι να αλλάξεις κομμάτι.
Στρίβεις ένα τσιγάρο, μου το δίνεις, το ανάβεις και με κοιτάς. Μόλις κάνω μια τζούρα, μου το παίρνεις από το χέρι και γελάς.
Δεν πρόλαβα να ακούσω και το κομμάτι που έβαλες. Το βάζεις ξανά. Ούτε ο καύσωνας σε ενοχλεί, ούτε η αφηρημάδα μου.
Το διαμέρισμα γεμίζει υδρατμούς και καπνό και τυλίγω τα χέρια μου ακόμα πιο σφιχτά γύρω από το σώμα σου.
Ξημερώνει και δε νυστάζω.
Σε λίγο πρέπει να πάω στη δουλειά αλλά θέλω να μείνω λίγο ακόμα ξύπνια.
Κλείνω τα μάτια μου και κοιμάμαι για λίγα λεπτά. Ξυπνάω για να πιω νερό και σε βλέπω δίπλα μου. Νιώθω ένα κρύο αεράκι, σε παίρνω αγκαλιά και ξανακοιμάμαι. Τελικά, δε διψάω.