«Γεια.» Είναι φαύλος κύκλος.
Λέξη κλειδί που συμβολίζει την αρχή αλλά και το τέλος.
Διφορούμενη και παραπλανητική.
Συνήθως κρύβεται πίσω από την αθώα και απλοϊκή φύση της.
Όμως έχει δύναμη αυτή η λέξη.
Έχει βάθος.
Γνωρίζεις έναν άνθρωπο και σου δίνει το χέρι του.
Ελέγχεις την προσωπικότητα του, υπολογίζοντας με δυναμόμετρο την χειραψία του.
Προσπαθείς στην πρώτη επαφή να εντοπίσεις στοιχεία για την εξακρίβωση της ταυτότητας του.
Στάση σώματος, εκφράσεις προσώπου, τρόπος ομιλίας.
Μια οντισιόν.
Αποθηκεύεις την αρχική εντύπωση που σου δημιουργεί.
Κάπως έτσι λίγο πολύ ξεκινάει μια σχέση, πάσης φύσης.
Τη σφραγίζει το παρθενικό «γεια».
Το ανταλλάσεις και με γνωστούς, καθώς δεν κατάφεραν να γίνουν ούτε φίλοι ούτε εχθροί.
Ανούσιες συναναστροφές του παρελθόντος.
Το αδιάφορο. Αυτό που πέρασε και δεν ακούμπησε. Ίσως τυπικό μέχρι αηδίας.
Με άτομα που κάποτε γνώρισες αλλά δε σε έπεισαν.
Ανούσια η παρουσία τους τότε στη ζωή σου.
Απαρατήρητη η απουσία τους τώρα.
Ευγενικοί χαιρετισμοί μετέπειτα, έτσι για να μην αισθάνεται κανείς αγενής και κομπλεξικός.
Στην καλύτερη περίπτωση να κανονιστεί εκείνος ο καφές που θα προτείνει ένας από τους δύο μα κανείς δεν θα επιδιώξει.
«Γεια.» Του αποχωρισμού.
Αυτό που δε γεννά ελπίδες φρούδες για το μέλλον.
Είναι τελεσίδικο.
Η κατάσταση αυτή συνοδεύεται από σκυμμένα κεφάλια.
Βλέμματα που δε θέλουν να συναντηθούν.
Που διαλέγουν κι επιμένουν στη σιωπή, σαν την πιο ασφαλή επιλογή.
Σώματα νευρικά, βουτηγμένα στην αμηχανία.
Μάτια φλύαρα και χείλη σφραγισμένα με λουκέτα.
Έρχονται για να μείνουν οι άνθρωποι, μα κάπως καταλήγουν να αποχωρούν και να πορεύονται στον ίδιο δρόμο με γυρισμένες πλάτες.
Κατευθύνονται σε αντίθετες κατευθύνσεις, όμως που και που κοιτάνε στα κλεφτά.
Κάποιο απόγευμα στο λεωφορείο, στις φωτογραφίες του κινητού.
Κάποιο βράδυ στο ημίφως, με τον κέρσορα να πηγαινοέρχεται στα facebook προφίλ.
Κάποιο ξημέρωμα, στο απαγορευμένο συρτάρι των γεύσεων και των αρωμάτων.
«Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.»
Τίποτα παραπάνω από ένα «γεια».