Η πορεία του έρωτα ξεκινάει από πολύ μικρή ηλικία. Από τότε που ήμασταν παιδάκια στο δημοτικό και δίναμε όρκους αιώνιας αγάπης. Τότε που κοιτούσαμε στα διαλείμματα για να συναντηθούν τα βλέμματα μας με εκείνον τον ένα, νιώθαμε το παράξενο συναίσθημα που δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε. Το βαφτίζαμε λοιπόν αγάπη, γιατί έτσι ακούσαμε τους μεγαλύτερους να το λένε.
Κάπου εκεί, γύρω στα δεκαοχτώ με είκοσι, ο έρωτας πήρε σκυτάλη. Αισθήσεις στο κόκκινο κι εμείς, σε κάθε ευκαιρία, βρισκόμασταν και φιλιόμασταν λες και θα χανόμασταν ή θα μετακομίζαμε σε άλλη ήπειρο. Δίναμε ραντεβού και είχαμε γενική συνέλευση κολλητών στο σπίτι για το τι ρούχα θα φορέσουμε κι από το άγχος μας πονούσε το στομάχι.
Ήταν αγνός αυτός ο έρωτας, δε γνώριζε εγωισμούς, πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού ήταν η πρώτη φορά που μας συνέβαινε και δεν ξέραμε πώς να το διαχειριστούμε. Δεν ξέραμε ακόμη τι μας περιμένει έξω στην πραγματική ζωή, τα συναισθήματα είχαν ένα άλλο χρώμα, ένα άρωμα διαφορετικό, από εκείνα τα ακριβά που τα κρατούσαμε για κάποιες ιδιαίτερες στιγμές μας.
Γι’ αγάπη ούτε λόγος. Όλα ήταν έρωτας, δεν προλαβαίναμε να φτάσουμε στην αγάπη, βιαζόμασταν, ήμασταν ανυπόμονοι και στο τέλος τα καταστρέφαμε όλα.
Μεγαλώσαμε, φτάσαμε τριάντα κι αλλάξαμε. Γνωρίσαμε και ζήσαμε, ήμασταν πιο μαζεμένοι, λιγότερο ενθουσιώδεις, περισσότερο εγωιστές. Αφού σπάσαμε τα μούτρα μας, είπαμε ν’ αρχίσουμε το κρυφτό και το παιχνίδι της ανταλλαγής.
Δείξε μου για να σου δείξω, δώσε μου για να σου δώσω. Μεγάλη επιτυχία είχε, όπως επίσης και το κρυφτό. Σου δείχνω ότι δεν είμαι ερωτευμένη, για να δω τι θα κάνεις, αλλά μέσα μου σκάω.
Πιστεύαμε στον έρωτα, αλλά τον εκδηλώναμε διαφορετικά κι εστιάζαμε σε πράγματα απτά. Γιατί στα τριάντα μας, μάθαμε πως έρωτας ίσον πάθος, και το πάθος με τον καιρό ξεθωριάζει, χάνεται.
Σταματήσαμε να πηγαίνουμε στα πάρκα και να φιλιόμαστε λες κι ο άλλος θα φύγει στον πόλεμο. Δεν κοιτούσαμε ατελείωτες ώρες τη ντουλάπα μας, ψάχνοντας για κείνο το ρούχο που θα τον κάνει να μας δει και να χάσει τη μιλιά του.
Σταμάτησαν και οι κόμποι στο στομάχι κάθε φορά που συναντιόμασταν, ήμασταν πιο άνετοι, πιο χαλαροί, κρατούσαμε περήφανα μια «πισινή», να φυλαγόμαστε από την υπέρμετρη συναισθηματική έκθεση.
Αισίως πια, φτάσαμε στα σαράντα, όπου ακούμε για έρωτες και μας πιάνουν τα γέλια. Απομυθοποιήσαμε πλήρως τον έρωτα, μάθαμε πια ν’ αγαπάμε, να εκτιμάμε και να μιλάμε για όσα νιώσαμε, γιατί έχουμε πλέον το δικαίωμα.
Καταλάβαμε πως δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα απ’ το να δείχνεις απερίφραστα αυτό που νιώθεις, χωρίς υπερβολές και δηθενιά. Βλέπεις στα σαράντα, καταλαβαίνεις πως ο χρόνος είναι τόσο λίγος για να τον χαρίζουμε στο φόβο και τον εγωισμό.
Κι αν τελικά, μερικοί τον πουλήσανε φτηνά, μείνανε με μισοτελειωμένες ιστορίες, απ’ αυτές που ακούς για χαμένες αγάπες, από πρόσωπα γεμάτα ρυτίδες. Γιατί ο χρόνος ωριμάζει τους ανθρώπους, τους δείχνει ποια χαρτιά έπαιξαν λάθος, τους μαθαίνει να ποντάρουν προσεκτικά, πιο μεθοδευμένα. Τους διδάσκει να ζουν μέσα από την εμπειρία και όχι τη λύσσα για ζωή.
Κι όταν σκάσει στο τραπέζι η ερώτηση για την ισχύ του έρωτα απέναντι στην αγάπη, εγώ έχω μόνο μια απάντηση.
Ας νικήσει ο καλύτερος.