«Τον αγαπάω, όσο τίποτα στον κόσμο και του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη», μου είπε η Σοφία με εκείνα τα μεγάλα εκφραστικά μάτια, προσπαθώντας να με πείσει.
Με τη Σοφία ήμασταν φίλες πολλά χρόνια, την αγαπούσα όσο αγαπούσα και την αδερφή μου, ήταν για μένα και αυτή μέλος της οικογένειας μου, κατά κάποιο τρόπο.
Η σχέση της με το Μιχάλη, μετρούσε εφτά χρόνια και θα τη χαρακτήριζα προβληματική, τα τελευταία τέσσερα.
Εκείνη, είχε γαντζωθεί επάνω του, ενώ εκείνος, μιά που του άρεσε και μιά που τον έπνιγε.
Κάθε φορά, που της έλεγε πως θα βγει έξω με τους φίλους του, του έκανε ολόκληρη ανάκριση, για το που θα πάει και τι ώρα θα γυρίσει.
Βέβαια, η Σοφία δεν ήταν κανένα υστερικό κοριτσάκι, δικαιολογημένα έπαιζε το ρόλο του ανακριτή, γιατί ουκ ολίγες φορές της είχε δώσει το δικαίωμα να αμφιβάλλει, για το κατά πόσο ο Μιχάλης ήταν πιστός απέναντι της.
Άλλες φορές, της έλεγε πως θα μείνει σπίτι, ενώ εκείνος έβγαινε μέχρι τα ξημερώματα κι εκείνη κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Άλλες πάλι, μπροστά στα μάτια της, φλέρταρε ασύστολα με τις σερβιτόρες, στα καφέ που σύχναζαν.
Πάντα, όμως, όλο και κάποιος καλοθελητής βρισκόταν εύκαιρος, να την ενημερώσει για τα νυχτοπερπατήματα του αγαπημένου της κι εκείνη, έκανε πάντα πως τα γνώριζε και τον δικαιολογούσε –μην εκτεθούν κιόλας.
Της είχα πει τη γνώμη μου ξεκάθαρα, αλλά μέχρι εκεί. Η Σοφία είχε παρωπίδες και μερικές φορές πίστευα πως ζει σε ένα δικό της κόσμο, απ’ όπου αρνούνταν να ξεφύγει.
Ώσπου ένα βράδυ, τον είδα με τα μάτια μου, να αγκαλιάζει και να φιλάει μια κοπέλα, ακριβώς όπως έκανε και με τη Σοφία.
Θύμωσα τόσο πολύ που ήθελα να πάω να τον χτυπήσω, αλλά με κράτησαν.
Σκεφτόμουν μέρες, αν πρέπει να της το πω ή όχι και τελικά το έκανα. Όταν το έκανα, όμως, μια φιλία τόσων ετών χάθηκε, ακριβώς εκείνο το λεπτό.
Γιατί, τώρα με την ωριμότητα των χρόνων που κουβαλάω επάνω μου, διαπίστωσα πως δεν πρέπει να μιλάμε για όλα. Πως ακόμη και σε τέτοιες καταστάσεις, καλό είναι να αφήνουμε τον άλλον να κάνει τις επιλογές τους και να τον αφήσουμε να τις υπερασπιστεί.
Η Σοφία, όπως και η κάθε Σοφία, ξέρει, κατά βάθος, ποιον άνθρωπο έχει δίπλα της. Γι’ αυτό, είτε αυτός ο άνθρωπος έχει υποκριτικές ικανότητες αντάξιες ενός όσκαρ, είτε όχι, ας πάρει εκείνη την ευθύνη.
Έμαθα, πως ποτέ κανείς μας δεν είναι σε θέση να ξέρει τι κάνει ένα ζευγάρι στο σπίτι του και στο κρεβάτι του. Εμείς, είμαστε αυτόπτες μάρτυρες μόνο για όλα όσα γίνονται παρουσία μας και για τίποτα παραπάνω.
Όταν κλείνει η πόρτα του σπιτιού τους, αγνοούμε τη δική τους πραγματικότητα. Θα πρέπει να διαχωρίζουμε πως οι φίλοι μας είναι πολύ καλοί στη μεταξύ μας σχέση, αλλά στην ερωτική τους, μπορεί και να μην είναι.
Κατάλαβα, επίσης, πως θα πρέπει να κρατάς αποστάσεις ασφαλείας από τέτοιες καταστάσεις, γιατί, στο τέλος, εσύ ο ίδιος βρίσκεσαι εκτεθειμένος. Εσένα δείχνουν με το δάχτυλο, ακόμη και αν ο μόνος σου στόχος είναι να προστατέψεις αυτόν που αγαπάς και να θέλεις το καλό του.
Εκείνη τη στιγμή, στα μάτια τους μοιάζεις με τον ο Αρτέμη Μάτσα, δηλαδή, με ρουφιάνο.
Μπορεί, βέβαια, όταν περάσει η μπόρα, να σε ευχαριστήσουν που τους άνοιξες τα μάτια, αλλά μέχρι τότε, θα μεσολαβήσει ένα διάστημα που θα νιώθεις κι εσύ προδομένος.
Καλό, λοιπόν, θα ήταν να μιλήσουμε στον θύτη και όχι στο θύμα, δηλαδή στον κάθε Μιχάλη, ώστε να γνωρίζει τι ξέρουμε και να το διαχειριστεί μόνος του.
Να μη προτρέχουμε και να μην κρίνουμε χωρίς να ακούσουμε και την άλλη πλευρά, όχι για να είμαστε διπλωμάτες, αλλά για να είμαστε δίκαιοι.
Κυρίως, όμως, πριν μιλήσουμε για την καμπούρα του άλλου, πρέπει πρώτα, να βλέπουμε και τη δική μας, γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν οι φίλοι μας γνωρίζουν κάτι που εμείς αγνοούμε ηθελημένα ή άθελα μας.
Όπως λέει, άλλωστε και η αμερικανίδα αρθρογράφος Mignon McLaughlin, «Είναι σημαντικό για τους φίλους μας, να πιστεύουν πως είμαστε ανεπιφύλακτα ειλικρινείς μαζί τους και είναι σημαντικό για τη φιλία μας, να μην είμαστε» και δεν μπορώ, παρά να συμφωνήσω μαζί της.