Μεγάλωσες πια, έμαθες πολλά πράγματα, πόνεσες, γέλασες, έπεσες και σηκώθηκες, αλλά δεν έμαθες το πιο σημαντικό.
Δεν έμαθες να αγαπάς, δεν έμαθες να δίνεσαι, να πέφτεις στη φωτιά για έναν έρωτα.
Γι’ αυτό είσαι μόνος σου, όχι από επιλογή, αλλά κατ’ ανάγκη. Γιατί πώς να στεριώσει άνθρωπος δίπλα σου όταν δεν του δίνεις μια θέση στη ζωή σου.
Ξεκάθαρη όμως έτσι; Εμένα δε με νοιάζει, εγώ σε έμαθα, αποδέχτηκα πως η πραγματική αγάπη είναι η άνευ όρων παράδοση του εαυτού σου.
Τώρα που μεγάλωσα κι έμαθα να χρησιμοποιώ σωστά τις λέξεις, φτιάχνω ξεκάθαρες προτάσεις χωρίς υπονοούμενα και οφείλω, στον εαυτό μου κυρίως, να φανερώσω την αλήθεια μου.
Τα χρόνια που πέρασαν μου έμαθαν πως για να μπορείς να σταθείς άξιος απέναντι στον άνθρωπο που αγαπάς, θα πρέπει να τσαλακώσεις τον εαυτό σου.
Το κατά πόσο θα τσαλακωθείς έχει να κάνει με το πόσο αγαπάς τον άλλον. Τι πάει να πει ξεφτιλίστηκα; Ποια είναι εκείνη η κλίμακα που ορίζει πότε ένας άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπεια του και πότε όχι;
Από πότε βάλαμε όρια και φραγμούς στο συναίσθημα; Με μεγάλη περηφάνια θα σου πω πως έχω πέσει στα πατώματα, έχω κλάψει τόσο που τα δάκρυα μου ήταν ικανά να πλημμυρίσουν ολόκληρη πόλη.
Στην αρχή σε έβριζα και καταριόμουν την τύχη μου, αλλά μετά συνειδητοποίησα πως την τύχη μας τη φτιάχνουμε μόνοι μας και δεν μας φταίνε οι άλλοι.
Δε φοβήθηκα να παραδεχτώ στον εαυτό μου πόσο σ’ αγαπώ, δεν με πείραζε που πηγαινοερχόσουν στη ζωή μου όποτε σε βόλευε γιατί καταβάθος με βόλευε κι εμένα.
Όταν αγαπάς πραγματικά, όταν έχεις συμφιλιωθεί με το συναίσθημα αυτό δε σε τρομάζει τίποτα. Κάποιοι θα πουν πως αυτό δείχνει έναν άνθρωπο αδύναμο, που δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, που είναι ολιγαρκής και θύμα.
Ας τους να λένε, εκείνοι δεν ξέρουν. Αγαπάω τον εαυτό μου, και μάλιστα είμαι πολύ περήφανη για αυτόν αλλά αγαπάω κι εσένα.
Εσύ αγάπα με τις ώρες που μπορείς, αγάπα με με τον δικό σου τρόπο, με ό,τι έχεις.
Κατάλαβα πως ο πιο χαμένος χρόνος ήταν εκείνος που προσπαθούσα να σου θυμώσω, να βρω τρόπους να σε πληγώσω για να δω αν τελικά είσαι άνθρωπος.
Άνθρωπος είσαι τελικά, απλά είσαι διαφορετικός από εμένα και ξέχασα πως αυτή σου τη διαφορετικότητα αγάπησα.
Προσπαθούσα τόσα χρόνια να σε βάλω στα δικά μου καλούπια και ξεχνούσα ποιος πραγματικά ήσουν. Απαιτούσα την αγάπη σου, τα χάδια σου, τα φιλιά σου και την προσοχή σου την στιγμή που εγώ η ίδια δεν ήμουν σε θέση να τα διαχειριστώ σωστά.
Δε σε διεκδίκησα τελικά, σε άφησα να φύγεις, δεν ήξερα τον τρόπο και τώρα που τον έμαθα δεν μπορώ να σου τον δείξω.
Πόσο λίγοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι μπροστά στο μεγαλείο της αγάπης; Τροφοδοτούμε συνεχώς τον εγωισμό μας με δικαιολογίες και ανυπόστατες υποθέσεις ενώ μπορούμε να κάνουμε κάτι πολύ απλό.
Να κάνουμε μια ερώτηση. Μ’ αγαπάς; Εφτά γράμματα λέξη και φοβούμενοι μήπως η απάντηση είναι αρνητική, δεν την κάνουμε ποτέ.
Ακόμη κι αν εσύ δε μ’ αγαπάς, ακόμη και αν απορρίψεις αυτό που νιώθω για σένα δεν θα το πάρω προσωπικά όπως έκανα παλιά.
Δεν απορρίπτεις εμένα, απορρίπτεις το συναίσθημα μου που δεν είσαι υπεύθυνος γι’ αυτό.
Είναι όπως εκείνο το παραμύθι με την κοκκινοσκουφίτσα που έλεγε «Περπατώ περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είναι εδώ, λύκε λύκε είσαι εδώ;» και αγχωνόμουν κάθε φορά που μου το διάβαζε η μαμά μου.
Τώρα που μεγάλωσα σκέφτομαι πως δεν φταίει ο λύκος αλλά η κοκκινοσκουφίτσα. Ο λύκος πάντα στο δάσος ήταν κρυμμένος και παραμόνευε, εκείνη, αν και το ήξερε, δεν πήγαινε από το δρόμο που της είχε υποδείξει η μητέρα της.
Άρα η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά εκείνη και άδικα τόσα χρόνια βρίζαμε τον καημένο το λύκο. Κάπως έτσι λειτουργούμε και στη ζωή μας.
Θέλω να ξέρεις πως σταμάτησα πια να σου ρίχνω ευθύνες, πως δεν σου καταλογίζω τίποτα. Θεωρώ πως όλα ήταν μια κακή ζαριά. Έφερες εξάρες και κέρδισες. Κέρδισες μια μάχη αλλά όχι τον πόλεμο.
Στο δικό μου χέρι είναι αν θέλω να φέρω το παιχνίδι στα χέρια μου αλλά μεγάλωσα και σταμάτησα να παίζω παιχνίδια.
Έμαθα να μιλάω και να κοιτάω τον άλλον στα μάτια και είμαι έτοιμη να σε ρωτήσω χωρίς να με νοιάζει τι απάντηση θα πάρω.
Μαγαπάς;