«Δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω.»

«Βαρέθηκα να ζω με τα πρέπει, κουράστηκα να μου λένε οι άλλοι τι να κάνω. Θέλω επιτέλους να ζήσω», μου είπε ένα βράδυ η Ελένη, όταν πήγα και τη βρήκα σπίτι της σε άθλια κατάσταση.

Η Ελένη ήταν τότε ένα κορίτσι στα εικοσιτέσσερα, εξαιρετικά γλυκιά και τρυφερή.

Τόσο ευγενική που πλησίαζε τα όρια της θυματοποίησης.

Αποφάσισε στα εικοσιτέσσερα να κάνει τη δική της επανάσταση, έστω και αργοπορημένα.

«Κάλλιο αργά παρά ποτέ», όπως λένε.

Έφυγε από το σπίτι των γονιών της, αφού πρώτα άνοιξε το στόμα της και μίλησε για όλα όσα προσπαθούσε τόσα χρόνια να τους πει.

Απομακρύνθηκε από κείνους που τη χρησιμοποιούσαν σαν αποκούμπι για τις δύσκολες ώρες και κράτησε αυτούς που αποδεδειγμένα ήταν δίπλα της.

Λίγοι βέβαια, αλλά ο αριθμός δεν είχε καμία σημασία.

Όλοι έμειναν άφωνοι.

«Μα καλά η Ελένη είναι αυτή; Πως άλλαξε έτσι; Τι έγινε;»

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σαν την Ελένη.

Είναι εκείνοι που βάζουν στην πρώτη γραμμή τις ανάγκες και τα «θέλω» των άλλων.

Είναι οι ίδιοι που στο βωμό της ευτυχίας των γύρω τους, θυσιάζουν τη δική τους.

Είναι πρόθυμοι να κολυμπήσουν στα βαθιά προκειμένου να σώσουν κάποιον,  ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν ξέρουν καλό κολύμπι.

Έχουν πάντα μια περίσσια αγκαλιά, που λειτουργεί ως καταφύγιο για κείνους που τη χρειάζονται.

Δεν κρίνουν, δε χλευάζουν, είναι καλοί ακροατές και δε μιλάνε παραπάνω απ’ όσο πρέπει.

Κάνουν υπομονή και κρύβουν το θυμό τους, μετράνε τα λόγια τους, όχι γιατί είναι ανασφαλείς, αλλά γιατί δε θέλουν να πληγώσουν τους άλλους.

Έμαθαν να ζουν με τα «πρέπει» και τα «μη» και κάπου εκεί, έχασαν τον εαυτό τους.

Είναι αυτοί που λέμε «καλά παιδιά».

Τίτλος που νόμιζαν στην αρχή πως ήταν τιμητικός, αλλά στην πορεία κατάλαβαν πως ήταν μια καλοστημένη παγίδα.

Εκ των υστέρων συνειδητοποίησαν πως πρέπει να αφήσουν για λίγο στην άκρη το φορτίο των τρίτων και να σηκώσουν το δικό τους.

Ν’ αγαπήσουν τον εαυτό τους πρώτα και πάνω από όλα κι ύστερα τους άλλους, γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά.

Έμαθαν πως καλό είναι να μιλάνε την κατάλληλη στιγμή κι ας πληγώσουν όποιον τους ακούει. Τουλάχιστον έτσι θα πάψουν να πληγώνουν τον εαυτό τους.

Κατάλαβαν επιτέλους πως ακολουθώντας κανόνες και «πρέπει», η ζωή τους δεν είχε νόημα, δεν είχε χρώμα.

Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που αν είσαι παρατηρητικός, θα δεις τα σημάδια που στέλνουν απεγνωσμένα, και δε θα πέσεις από τα σύννεφα όταν ακούσεις το «μπαμ» που θα κάνουν.

Ο θόρυβος της έκρηξης είναι εκκωφαντικός, αλλά απόλυτα δικαιολογημένος.

Δε θα πρέπει ν’ απορείς. Έχεις βάλει κι εσύ το χεράκι σου.

Πατούσες επάνω τους, προκειμένου να σωθείς εσύ.

Όταν ήσουν χαμένος, τους έπαιρνες μαζί σου στον πάτο για να σου κάνουν παρέα λες και δεν έφτανε που σου κρατούσαν το χέρι.

΄Ηθελες να τους παρασύρεις μαζί σου.

Κι ύστερα, όταν έβγαινες και πάλι στην επιφάνεια, ξεχνούσες τα πάντα λες και δε συνέβησαν ποτέ.

Συνέχιζες τη ζωή σου, αγνοώντας τις δικές τους ανάγκες.

Είναι η Ελένη, ο Κώστας, η Μαρία, ο Γιάννης κι άλλοι πολλοί που κουράστηκαν πια κι αποφάσισαν ν’ αλλάξουν.

Αποφάσισαν να ζήσουν.

Αποφάσισαν να κάνουν την επανάστασή τους, για να δείξουν σε όλους πως έχουν φωνή.

Έχουν ανάγκες και «θέλω».

Είναι έτοιμοι να τα υπερασπιστούν με το οποιοδήποτε τίμημα.

Αυτούς τους ανθρώπους να τους σέβεσαι.

Είναι λίγο καλύτεροι από τους υπόλοιπους.

Συντάκτης: Αγγελική Μαρμαγκιώλη