Μου έχει διαλύσει το στομάχι. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αυτό το διαρκές άγχος αν θα απαντήσεις στο τηλέφωνο κι αν ναι, τι θα μου πεις. Κι αν σου πω αυτό που θέλω να κάνω τώρα μαζί σου –«πάμε για έναν καφέ;»–, τι θα μου πεις; Κι αν πεις «όχι»; Αν μου αρνηθείς με πρόφαση μια χαζή δικαιολογία; Ή αν γίνει το θαύμα και μου πεις «ναι, έλα, θέλω πολύ να σε δω»; Άγχος, άγχος, άγχος.
Πατάω τα 30 και σ’ αυτά αγχώνομαι, λες κι είμαι 15 χρονών. Κάνω λες και δεν το έχω ξαναδεί το έργο. Διατηρώ μια αδικαιολόγητη ελπίδα ότι, στ’ αλήθεια, θες να με δεις, ενώ γνωρίζω καλά πώς συμπεριφέρεται ένας άνθρωπος που, όντως, θέλει να με δει. Όπως επίσης γνωρίζω καλά πώς συμπεριφέρεται ένας άνθρωπος που δε θέλει και τόσο να με δει και μάντεψε σε ποια κατηγορία μου υποδεικνύει το ένστικτο ότι υπάγεσαι.
Χαζομάρα; Είναι. Να εφευρίσκω αφορμές να σου μιλήσω στο τηλέφωνο χωρίς, όμως, να υπάρχει ουσιαστική βάση και να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να μην απογοητεύεται, να σε δικαιολογώ συνέχεια ότι έχεις άλλα πράγματα να κάνεις εσύ κι ιδού, δεν είμαι δα και καμία προτεραιότητα στη ζωή σου. Αλλά πατάω τα 30, ρε γαμώτο.
Κουβαλάω την αντίστοιχη εμπειρία για να γνωρίζω με σιγουριά ότι το μυαλό ψεύδεται για να μη ραγίσει η καρδιά απότομα. Αυτό το «μπαμ και κάτω» θα με γονατίσει και το ξέρω, γιατί το κατάφερε και κάποιες άλλες φορές στο παρελθόν μου. Έτσι, έμαθα να πατάω ξανά στα πόδια μου κι έτσι, έμαθα να ελίσσομαι, όμως, ακόμα κι η επαναληπτική διαδικασία έχει τα όριά της.
Άρα θέτω στον εαυτό μου το εξής ερώτημα: «Γιατί δεν παραδέχεσαι ότι ενοχλείς κι αντ’ αυτού γιατί επιμένεις να εκθέτεις τον εαυτό σου και τις επιθυμίες σου εκεί που υποθέτεις πως δε θα υπάρξει ανταπόκριση;». Κι εδώ έρχεται ο εαυτός μου να επικεντρώσει όλη την υπεράσπισή του σε μία λέξη: «υποθέτεις».
«Προτιμώ να μιλήσω και να απορριφθώ παρά να φτάσει μια στιγμή που θα αναρωτιέμαι κλαίγοντας τι θα είχε γίνει διαφορετικά αν είχα πει κάτι εκείνη την ώρα. Αν είχα μιλήσει ειλικρινά γι’ αυτό που επιθυμώ να συμβεί, αν είχα επιλέξει τον σωστό –για μένα – δρόμο και δεν είχα, απλά, διαλέξει την εύκολη οδό, να κρυφτώ πίσω απ’ το δάχτυλό μου, να καταπιέσω τις επιθυμίες μου και να αποδεχτώ ότι έτσι είναι η κατάσταση και δεν αλλάζει».
Κοντοστέκομαι για λίγο στο επιχείρημα και συνειδητοποιώ πόσο στέρεο είναι για τα δικά μου δεδομένα και ταυτόχρονα πόσο δεσμευτικό. Η αλήθεια είναι πως αυτή την κουβέντα την έχω κάνει πολλές φορές με τον εαυτό μου. Στην πολύ αρχή δεν ήξερα τι να επιλέξω.
Καμία επιλογή δε φάνταζε δελεαστική, ούτε κατά διάνοια, δηλαδή. Μετά αποφάσισα να πειραματιστώ. Είχα πολλά να χάσω, αλλά δεν υπήρχε κι άλλος τρόπος. Έτσι, σε διαφορετικές περιπτώσεις επέλεξα δοκιμαστικά είτε τη μία είτε την άλλη αντιμετώπιση.
Φυσικά, έφαγα τα μούτρα μου, όμως, κατέληξα στο τελικό μου συμπέρασμα. Η επιλογή αυτή δεν είναι κι ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ εύκολη, αλλά εμένα μου ταιριάζει να μιλάω. Ξεκάθαρα. Ακόμα κι αν αυτό μου στοιχίσει τον άνθρωπο. Ακόμα κι αν αυτό μου στοιχίσει την ηρεμία στις σκέψεις μου τη μέρα, τον ύπνο στο κρεβάτι μου τη νύχτα κι εσένα, στο φινάλε.
Πίστεψέ με, το τίμημα είναι πάντοτε μεγάλο κι ορισμένες φορές, αβάσταχτο. Ειδικά εκείνες τις νύχτες που η αντίδραση με κάνει να μετανιώνω στεγνά τη δράση. Τουλάχιστον, όμως, ξέρω ότι έκανα οτιδήποτε περνάει απ’ το χέρι μου για να σου δώσω να καταλάβεις σε ποια απ’ τις δύο προηγούμενες κατηγορίες υπάγομαι εγώ.
Τι κι αν με αγχώνει η απάντησή σου; Τι κι αν υποφέρω στη σκέψη ότι θα αρνηθείς; Σημασία έχει που σε γνώρισα σε αυτή τη ζωή, που μου έδειξες την ουσία που έχεις ως άνθρωπος και τελικά μου απέδειξες πάνω απ’ όλα ότι αξίζεις να είμαι ειλικρινής απέναντί σου. Κι αυτό εμένα μου αρκεί.
Εξάλλου, αδέρφια είμαστε, η σχέση μας είναι εκ των πραγμάτων πολύ στενή. Κάποιος απ’ τους δυο μας πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία. Αλλιώς, θα μείνουμε για πάντα στην υπόθεση ότι κανένας απ’ τους δυο μας δε θέλει. Και δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό.
Ποιος λέει ότι δεν αισθάνεσαι κι εσύ το ίδιο απέναντί μου; Ότι δε σκέφτεσαι πως δεν έχω χρόνο για σένα, πως έχω άλλες προτεραιότητες; Ίσως απλά να μη γνωρίζεις τον τρόπο να με προσεγγίσεις, από φόβο ότι θα –σε– αρνηθώ. Καιρός, λοιπόν, να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Αφιερωμένο στην Εύα μου, που έχει, σήμερα, τα γενέθλιά της.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη