Αυτές είναι οι καλύτερες ώρες για συγγραφή. Νύχτες παρέα με τον εαυτό μου, έξω από το αμάξι μου, με μια πράσινη και τη θάλασσα να «αναπνέει» στα δύο μέτρα από τα πόδια μου. Είναι οι καλύτερες νύχτες επειδή μπορώ και ταξιδεύω νοερά σε άγνωστους κόσμους. Είναι οι καλύτερες νύχτες επειδή γέμισα ήδη θετική ενέργεια, περνώντας σχεδόν τη μισή μέρα με αγαπημένη παρέα, πρόσωπα που είχα πολύ καιρό να δω λόγω επαγγελματικών ταξιδιών και ειλικρινά είχα επιθυμήσει πολύ.
Είναι αδιαμφισβήτητα οι καλύτερες ώρες επειδή όλα συντελούν στο να αφεθώ, επιτέλους. Η θάλασσα, το αλκοόλ, η ψυχολογία. Όλα συντελούν στο να επιτρέψω στον εαυτό μου δύο στιγμές αδυναμίας και να μην τον κρίνω εάν κυλήσουν δάκρυα από τα μάτια. Μα στη θεωρία καλά όλα αυτά, στην πράξη τα δάκρυα είναι πολυτέλεια. Αδυνατώ να εκφραστώ με τον πιο άμεσο και ειλικρινή τρόπο που υπάρχει, αρνούμαι να χαρίσω στον εαυτό μου την κάθαρση που αναζητά εδώ και μέρες.
Γνωρίζω πολύ καλά και το λόγο, δεν επιλέγω να ρίξω στάχτη στα μάτια με προφάσεις και δήθεν χαρακτηρισμούς. Γνωρίζω πως η μάσκα που φοράω στις κοινωνικές μου εκδηλώσεις έχει γίνει πια δεύτερη φύση μου. Το χαμόγελο το ξύλινο που κάποτε ξεχώριζε σαφώς από εκείνο το άλλο, το αληθινό, πλέον έχει ταυτιστεί μαζί του και δεν ξεχωρίζει. Και ξέρεις τι, είμαι καλά με αυτό. Είμαι καλά διότι δεν έχω άλλη επιλογή.
Θέλω να ξεσπάσω, το έχω ανάγκη κάποιες φορές. Να σπάσω σε χίλια κομμάτια και μετά να μαζέψω την καρδιά μου και να σταθώ στα πόδια μου με καθαρό το βλέμμα. Όμως όχι, έχω ένα ρόλο και τον ακολουθώ πιστά από συνήθεια. Τι κι αν έχω ανάγκη να ακούσω τη φωνή σου; Να αλλάξουμε πέντε κουβέντες. Να αισθανθώ ότι είμαι μέρος της καθημερινότητάς σου, αν και στην πραγματικότητα μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Να αισθανθώ ότι είσαι κι εσύ μέρος της καθημερινότητάς μου, αν και δεν ειδωθήκαμε σήμερα.
Λείπεις απόψε, να ξέρεις. Σε ήθελα εγωιστικά στο πλευρό μου, χωρίς να υπολογίζω τη δικιά σου ζωή, το δικό σου ρόλο. Σε θέλω για να καλύψω ένα κενό μέσα μου κι ώρες σαν κι αυτή συνειδητοποιώ μια αλήθεια που δε μου αρέσει. Συνειδητοποιώ ότι έχω πια συνηθίσει στην απουσία σου.
Λείπεις. Κι εσύ λείπεις κι εσύ κι εσύ κι εσύ που σε λατρεύω και δε σε ξεχνάω ποτέ. Μου λείπετε απόψε και δε σας έχω εδώ κοντά μου να σας μιλήσω, να σας ακούσω, να γελάσουμε με την ψυχή μας δίχως λόγο και αιτία. Μας διέλυσε η καθημερινότητα. Πώς θα ξαναγελάσω αν σας χάσω, μου λέτε;
Τώρα επαναπαύομαι ότι κάποια στιγμή, στο άμεσο ή μακρινό μέλλον θα σας δω, δεν έχει γραφτεί κανένας επίλογος στη μεταξύ μας σχέση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, έχουμε ακόμα τόσα, μα τόσα πολλά να ζήσουμε. Μαζί. Κοινές αναμνήσεις που περιμένουν να αποτυπωθούν στο σκληρό δίσκο του καθενός από εμάς. Έχουμε να μοιραστούμε τόσα πολλά. Κάποια άλλη στιγμή όμως. Όχι απόψε. Απόψε λείπετε όλοι κι είναι αυτή η αβεβαιότητα της επανασύνδεσης που με κατακλύζει ύπουλα.
Δίνω άτυπα μία υπόσχεση στον εαυτό μου. Για μένα είστε ζωή, είστε η ανακούφιση μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, η δικλείδα ασφαλείας για τα μεγαλύτερα μυστικά μου. Ίσως ήρθε η ώρα να σας το δώσω να το καταλάβετε, λοιπόν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου