Εκείνη την ημέρα όλα θα ‘ναι κάτι περισσότερο από συνηθισμένα. Μια βαρετή καθημερινή, όπως όλες οι υπόλοιπες. Ούτε ο καιρός δε θα αλλάξει, σαν όλα να προετοιμάζουν το έδαφος, σαν όλα γύρω σου να ξέρουν πως σήμερα πρέπει να παραμείνουν στη σκιά, ώστε το παρόν να επισκιαστεί από μία παρελθοντική ανάμνηση που προσποιείσαι πως δε θυμάσαι πια.
Τότε θα τον δεις. Με μία πρώτη ματιά θα τον περάσεις για κάποιον απλό περαστικό, ίσως για κάποιον γνωστό, που δε θυμάσαι πια το όνομά του. Μα όταν τα μάτια σας διασταυρωθούν, τότε θα ξέρεις καλά πως αυτός ο γνωστός-άγνωστος είναι εκείνος που συνήθιζες να αποκαλείς «κόσμο» σου. Όλες οι αναμνήσεις, τα πρωινά που σας έβρισκαν μπλεγμένους στο κρεβάτι, τα βράδια που σας έβρισκαν στους δρόμους, τα κοινά σας γέλια και πειράγματα, ο τρόπος που συνήθιζε να προφέρει το όνομά σου με εκείνον τον εντελώς δικό του τρόπο, όλα θα περάσουν από μπροστά σου… Και ξαφνικά θα αισθανθείς σαν να μην πέρασε λεπτό από εκείνο το άδοξο αντίο.
Βλέπεις, ακόμα κι αν η ζωή προχωρά κι οι μνήμες, ξεγελώντας μας, παραμένουν πίσω, η αυθεντική αγάπη δε σβήνει τόσο απλά. Όλα βρίσκουν σπίτι μέσα σου, σε αυτό που σήμερα είσαι, στον τρόπο που ερωτεύεσαι, στον τρόπο που χαμογελάς, στον τρόπο που προφέρεις το «σ’ αγαπώ»∙ δύο μικρές λεξούλες, που κρύβουν μέσα τους όλες τις αλήθειες του κόσμου, που δεν έχει σημασία σε ποιον απευθύνονται, πάντα σε εκείνον που αγάπησες αληθινά θα ανήκουν, σε εκείνον που για ‘σένα ήταν η δική σου αλήθεια.
Σε πλησιάζει, και με κάθε του βήμα είναι λες κι η καρδιά σου βρίσκει τον παλιό της ρυθμό. Ξέρεις, εκείνον των πρώτων ημερών, όταν φλερτάρατε μεταξύ σας και, ταυτόχρονα, με ένα μέλλον κοινό, όταν φιληθήκατε για πρώτη φορά, με την υπόσχεση να υπάρξουν χιλιάδες ακόμα, όταν αρχίσατε να πρωτοπλάθετε συναισθήματα κοινά κι εαυτούς ταιριαστούς, ικανούς για μία ευτυχία που δε φοβάται το «μαζί».
Αποκτώντας την παλιά σας, κοντινή, απόσταση, θα καθίσετε για λίγο αντικριστά, μιλώντας γενικά και προσποιητά αδιάφορα και, κατά βάθος, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη της ακοής, απολαμβάνοντας εκείνη τη γνωστή, βολική, φωνή που λαχταρούσες να ακούσεις τόσα βράδια. Τότε θα νιώσεις σαν αυτά τα χωριστά χρόνια να μην υπήρξαν ποτέ. Τότε θα νιώσεις πως γυρνάς σπίτι.
Κάποιος θα αναρωτιόταν «Αν σε αυτή την ιστορία υπάρχει τόσο αγάπη, όσο λες, τότε γιατί χώρισαν;». Αχ, γιατί σ’ όσες ρομαντικές περιγραφές κι αν χωρέσουν τα πράγματα, η ζωή κι οι άνθρωποι θα γράφουν πάντα μία πιο ρεαλιστική εκδοχή. Άλλωστε, σκεφτείτε το, τι θα ήταν ο έρωτας, εκείνος ο ένας και μοναδικός, χωρίς τα εμπόδια, χωρίς τις μελοδραματικές στιγμές του, τα μεγάλα λάθη του, τα δάκρυά του και τα χιλιάδες προσωρινά –δήθεν παντοτινά– αντίο; Θα ήταν βαρετός, αν όχι ψεύτικος.
Το νόημα στο «μαζί» δεν κρύβεται στο ταμπελάκι «σχέση», κρύβεται στην καρδούλα μας, στον τρόπο που περιγράφουμε στους άλλους εκείνον τον τρελό έρωτα που νομίζουμε πως τέλειωσε, στα όνειρα που κάναμε μαζί του και που πάντα θα κουβαλάμε μέσα μας, στην αιώνια ανησυχία μας για το αν είναι καλά και, το κυριότερο, σε εκείνη την αγάπη που δεν εξαρτάται από χρόνους, από λάθη κι από αντίο, σε μία αγάπη αυτόφωτη, άφθαρτη κι εντελώς μοναδική.
Αν κάτι κρατήσετε από αυτές τις λίγες γραμμές, ας είναι αυτό: Μην ψάχνετε το τέλειο, ο αληθινός έρωτας είναι ατελής, ο αληθινός έρωτας δε θα γινόταν ποτέ παραμύθι και πολλές φορές δε θα ‘χει χαρούμενο τέλος, αλλά μέσα μας θα παραμένει υπεραρκετός, θα παραμένει η αρχή μας, θα θυμόμαστε πάντα τα καλά από αυτόν, κι όσο για τα κακά, ακόμα κι αν είχαμε ένα μαγικό ραβδάκι που θα μπορούσε να τα εξαφανίσει, δε θα αλλάζαμε ούτε ένα δυσάρεστο δευτερόλεπτο από αυτόν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη