“Una mattina mi son svegliato
o bella ciao, bella ciao, bella ciao, ciao, ciao,
una mattina mi son svegliato
e ho trovato l’invasor”
Το «Bella Ciao» αποτελεί ένα τραγούδι σύμβολο για την Ιταλία. Ένα τραγούδι το οποίο πρόσφατα συστήθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο, εκτινασσόμενο στα ύψη των μουσικών charts. Το έχεις τραγουδήσει κι εσύ, έστω και αν ήξερες μόνο το ρεφρέν, ή ακόμη κι αν δεν είπες ποτέ τα λόγια του μα σιγομουρμούρισες κάποια στιγμή τις νότες. Έχεις χορέψει πιθανότατα στο ρυθμό του κι έχεις υψώσει τα χέρια, νιώθοντας κάθε στίχο και ας μην ξέρεις τι λέει ακριβώς. Τελικά το τραγούδι αυτό βρήκε τη θέση του σε κάθε έντονη στιγμή της ζωής σου, σε πορείες, σε μπαρ μα ακόμη και στο σπίτι σου με τα ηχεία στο τέρμα.
Το μόνο που με επιτυχία επαναλαμβάνεις, είναι οι τρεις λέξεις από το ρεφρέν. “Oh Bella Ciao”. Και όμως, οι τρείς αυτές λέξεις σου ξυπνάνε αισθήματα έντασης, πώρωσης, ίσως θάρρους ή ακόμη και λίγου θράσους, περηφάνιας, μα ταυτόχρονα πολλές φορές χαράς και κεφιού. Το ακούς και θέλεις να αγκαλιάσεις τον διπλανό σου και να το τραγουδήσετε παρέα, κάνοντας τη δική σας μικρή επανάσταση. Ίσως είναι το τέμπο που του δόθηκε με τον καιρό, ή για αρκετούς, και οι σκηνές που το χάραξαν στη μνήμη μας, με τον Profesor και τον Berlin να το τραγουδούν περήφανα καθώς ετοιμάζουν τα πλάνα τους στις σκηνές του γνωστού La casa de papel.
Η ιστορία όμως του τραγουδιού αυτού, ο σκοπός και ο λόγος που δημιουργήθηκε δεν το συνδέουν με συναισθήματα χαράς ή κεφιού. Το τραγούδι αυτό ακούστηκε πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα, από γυναίκες εργάτριες στην κοιλάδα Ρο της Βορείας Ιταλίας. Οι σκληρές συνθήκες εργασίας, η κακομεταχείριση, οι χαμηλοί μισθοί και η καταπίεση εξιστορούνταν μέσα από τον σκοπό που πλέον όλοι αγαπάμε. Το σιγοτραγουδούσαν για να παίρνουν θάρρος και δύναμη για τις καθημερινές τους εργασίες, να γεμίζουν τις μπαταρίες της υπομονής τους για να αντέχουν μία ακόμη ημέρα. Η δύναμη που αναβλύζει μέσα από το τραγούδι, αναπτέρωνε το ηθικό των εργατριών μα και του καθενός μέχρι σήμερα στο άκουσμά του. Το μήνυμά του εξυμνεί το θάρρος και την υπομονή των γυναικών αυτών, μέχρι τη μεγάλη και τόσο σημαντική στιγμή που θα μπορέσουν να διεκδικήσουν τελικά την πολυπόθητη ελευθερία.
Στην πορεία της Ιταλικής ιστορίας το τραγούδι αυτό ξαναεμφανίζεται τη δεκαετία του 1940-1950, με διαφορετικό όμως στίχο. Αναφέρεται πλέον στο «el partigiano», τα κόμματα δηλαδή που ενστερνίζονταν φιλελεύθερες πεποιθήσεις και πήγαιναν κόντρα στο τότε σύστημα. Αναφέρεται σε νέους που τάσσονται υπέρ της ελευθερίας, αρνούμενοι να πάρουν μέρος σε πράξεις κατά της ιδεολογίας τους. Γίνεται το σύμβολο στον αγώνα για απελευθέρωση κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο και στη συνέχεια στον εμφύλιο έναντι της κυβέρνησης του Μπενίτο Μουσολίνι. Μέσα από στους στίχους και τη μελωδία του, καταφέρνει να εξυμνήσει την ανθρώπινη ανάγκη για ανεξαρτησία και ταυτόχρονα να τονίσει την περηφάνια που πρέπει να νιώθει κάθε άνθρωπος εμπρός στον αγώνα για ελευθερία, ακόμη κι αν επιβάλλεται αυτός να φτάσει μέχρι τέλους.
Στη σημερινή εποχή μέσα από το soundtrack της πασίγνωστης σειράς, συστήνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Βλέπουμε τους πρωταγωνιστές όχι απλά να το τραγουδούν, αλλά να το κάνουν κομμάτι τους, εμψυχώνοντας τους εαυτούς τους για να μπορέσουν να δώσουν αυτήν την πολυπόθητη κλωτσιά στο σύστημα. Φάνηκε να τους ενώνει και να γίνεται το κοινό έδαφός τους, μα αυτό που ίσως να μην περιμέναμε είναι πως κατάφερε να ενώσει κι εμάς μαζί τους, σε μια εξ ολοκλήρου παράνομη πράξη.
Τώρα, που βρισκόμαστε σε μια εποχή που ο καθένας μας παλεύει για τη δική του προσωπική ελευθερία, το τραγούδι γίνεται ύμνος και πάλι. Ήχησε από τη μεριά των ακτιβιστών σε πορεία υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, στις διαμαρτυρίες κατά του Brexit και στο κίνημα των Yellow Vest στη Γαλλία. Τώρα εμπνέει και πάλι τη σημερινή γενιά για τη δική της ελευθερία ενάντια σε αυτά που την περιορίζουν και την κρατάνε δεμένη. Τραγουδήθηκε και πάλι μέσα στις γειτονίες, σε περιόδους εγκλεισμού και μοναξιάς προσφέροντας εκ νέου το αίσθημα ενός κοινού σκοπού. Εξυμνώντας για άλλη μια φορά την ανάγκη για ελευθερία.
Η ανάγκη αυτή άλλωστε, είναι η μόνη σταθερά μέσα από την πάροδο του χρόνου. Το μόνο που αλλάζει είναι ο «κατακτητής». Έτσι και το τραγούδι, από λαϊκό άσμα έχει πλέον γίνει ύμνος, γιατί αναπτερώνει το ηθικό, προσφέρει δύναμη και θάρρος σε όποιον το ακούει και το τραγουδάει για να πάει κόντρα σε ό,τι τον βαραίνει.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη