Το τραγούδι παίζει στο repeat εδώ και μισή ώρα. Το ίδιο ανυπόμονά σιγοτραγουδώ κάθε έναρξή του. Με την ίδια λαχτάρα αναζητώ κάθε φορά την κορύφωση, το ξέσπασμα. Η εφαρμογή συνεχίζει να ρωτάει αν θέλω να το ακούσω και πάλι. «Ναι», απαντάω, «τι δεν κατάλαβες ακόμη; Μόνο αυτό το τραγούδι θα ακούσουμε σήμερα» και επίμονα ξαναπατάω το κουμπί του repeat.

Έχει τύχει σε πολλούς από εμάς να ακούμε το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά μέχρι να μάθουμε κάθε σημείο στίξης, κάθε στίχο του. Λες και περιμένουμε ξαφνικά την κασέτα να μαγκώσει από τη συνεχόμενη επανάληψη και να καεί. Το ακούμε μέχρι να γίνουμε ένα με τον ρυθμό, το νόημα, το συναίσθημα που αφήνει. Λες και περιμένουμε να κερδίσουμε κάτι μέσα από τους στίχους τους. Μας «μιλάει» και εμείς χανόμαστε στις νότες του.

Όχι, δεν έχουμε κάποιας μορφής διαταραχή, ούτε κάηκαν κάποια εγκεφαλικά μας κύτταρα. Απλώς γουστάρουμε να ακούμε το ίδιο τραγούδι σε επανάληψη, ξανά και ξανά. Κάποια κομμάτια αγγίζουν χορδές της ψυχής μας με έναν και μοναδικό τρόπο. Είναι οι πιο ευαίσθητες, οι πιο ανέμελες πλευρές μας που δεν επικοινωνούν εύκολα με τον υπόλοιπο κόσμο, ίσως και καθόλου. Μόνο η τέχνη, οποιασδήποτε μορφής, τις αγγίζει, τις καταλαβαίνει, τις αποδέχεται. Μέσω της τέχνης εκφράζονται όσα είπαμε και μετανιώσαμε, όσα νιώσαμε και φοβηθήκαμε, όσα ποθήσαμε και δεν αγγίξαμε.

Εθίζεται ο εγκέφαλος στη μουσική και ζητάει τον ίδιο ρυθμό σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με τον εσωτερικό μας κόσμο. Η επανάληψη του κομματιού, το ίδιο τέμπο, μάς βοηθάει να δημιουργήσουμε εικόνες που συνειρμικά συνδέονται με την ψυχολογική μας κατάσταση. Πορωνόμαστε, γιατί είναι λες και το τραγούδι γράφτηκε για μας, σαν να ‘ναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας. Το ζούμε και ανικανοποίητοι από το συναίσθημα που μας κατακλύζει δεν το χορταίνουμε, λες και θέλουμε ο ρυθμός να παίζει αέναα στο μυαλό μας.

Κάποιες φορές όταν είμαστε ψυχολογικά πεσμένοι μπορεί να βάζουμε σε επανάληψη μελαγχολικά τραγούδια. Η μελαγχολική μουσική δεν επιφέρει απαραίτητα επιπλέον ψυχολογική πτώση. Εξωτερικεύεται ο εσωτερικός μας κόσμος και ηρεμεί. Μας γαληνεύει η συγκεκριμένη μουσική, γι’ αυτό και την αναζητάμε. Ίσως πάλι θέλουμε να αφεθούμε περισσότερο στη δική μας μελαγχολία. Ποθούμε λιγάκι το δράμα μας, θέλουμε να το ζήσουμε περισσότερο, να γίνουμε ένα μαζί του. Ενίοτε χωρίς ιδιαίτερο λόγο, έτσι γιατί κάποιες μέρες γουστάρουμε να χτυπηθούμε σε έναν αργό ρυθμό.

Άλλες πάλι φορές, η ταύτιση έρχεται απευθείας, αφού ακούς πρώτη φορά ένα κομμάτι και σε μαγνητίζει. Με τις πρώτες νότες, απ’ το πρώτο ρεφρέν, σε έχει ήδη συνεπάρει. Το συνονθύλευμα του ρυθμού με τους στίχους είναι τόσο δυνατό. Βρίσκεις τον εαυτό σου να ψάχνει στο κινητό σου όποιο στίχο θυμάσαι για να μάθεις ποιο είναι το συγκεκριμένο τραγούδι. Και όταν το βρίσκεις σε κατακλύζει ένα αίσθημα ευφορίας, λες και κατάφερες κάτι αξιοθαύμαστο. Η απόλαυση είναι μόνο ένα κλικ μακριά.

Λογικά θ’ αναρωτιέσαι αν επέρχεται ποτέ η κάθαρση. Τα καλά νέα είναι πως όντως έρχεται. Κάπου μέσα στις ατέλειωτες επαναλήψεις, εκεί που πλέον έχεις εξαγνίσει κάθε κύτταρο που ζητούσε λύτρωση έρχεται και ο κορεσμός. «Φτάνει πια», λες και το κλείνεις. Έχει πλέον φτάσει η στιγμή που δεν το αποζητάς με την ίδια λαχτάρα και σταματάς. Ο ρυθμός για ακόμη λίγο παίζει στο μυαλό σου μέχρι να σβήσει εντελώς και εσύ βγαίνεις από την παύση σου και συνεχίζεις. Μέχρι την επόμενη φορά.

Συντάκτης: Χριστίνα Τρακοσιή
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.