Η ταινία  «Ο λαβύρινθος του Πάνα» εκτυλίσσεται στη μεταπολεμική Ισπανία του 1944. Ο εμφύλιος έχει τελειώσει, μα ο ανταρτοπόλεμος συνεχίζεται, ενάντια στις ένοπλες δυνάμεις τους φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο. Η Οφηλία, η πρωταγωνίστρια, αναγκάζεται μαζί με τη μητέρα της να μετακομίσει στο στρατόπεδο του στρατηγού πατριού της. Η ηρωίδα κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον φανταστικό και τον πραγματικό. Δηλαδή αυτόν που έφτιαξε για να ξεφεύγει από την πραγματικότητα που δεν τη χωράει πια κι αυτόν που της έφτιαξαν οι άλλοι και προσπαθούσαν πιεστικά να τη χωρέσουν.

Έχει χάσει το σπίτι της, τον πατέρα της, την ασφάλειά της και η μητέρα της περνούσε μια δύσκολη εγκυμοσύνη. Το μόνο της καταφύγιο λοιπόν ήταν τα παραμύθια της και ο κόσμος που έφτιαξε μέσα από αυτά. Ένας φανταστικός λαβύρινθος που θα την οδηγούσε στο βασίλειό της. Όπως και η Οφηλία στον «Άμλετ», έτσι και αυτή, αποτελούν δύο τραγικούς ρόλους. Αποτελούν δύο μορφές, που αναγκασμένες από την ωμή και άσπλαχνη πραγματικότητα θυσίασαν την αθωότητά τους. Η κάθε μια λοιπόν καταφεύγει στο βασίλειο του μυαλού και της φαντασίας της για να κρατηθεί και να παλέψει με τα χαρτιά που της μοίρασε η ζωή. Ο κόσμος όμως δε μοιάζει ανεκτικός για όσους θέλουν να τον δουν με τα δικά τους μάτια. Νικημένες από την πραγματικότητα και οι δύο, παραδόθηκαν σε ένα τραγικό τέλος.

Η ταινία σε προβληματίζει σε πολλά επίπεδα. Αναρωτιέσαι μήπως μοιάζεις κι εσύ με την μικρή Οφηλία. Πως ίσως της μοιάζουμε όλοι. Μήπως μπλεχτήκαμε κι εμείς σε έναν λαβύρινθο ψάχνοντας την αλήθεια μας. Μήπως μπρος στην ανάγκη μας να φτάσουμε το τέρμα του λαβυρίνθου, να γίνουμε «κάποιοι», να ωριμάσουμε, να μεγαλώσουμε, θυσιάσαμε κι εμείς την αθωότητά μας.

Μπορεί να πει κανείς με ευκολία ότι η ωρίμανση και η ενηλικίωση απαιτούν θυσίες. Έννοιες όπως η ανάληψη ευθυνών, η οικονομική ανεξαρτησία, η ανάγκη για εργασία κι άλλα πολλά, μας αναγκάζουν να αλλάζουμε γραμμή πλεύσης κι αυτό κάποιοι το ονομάζουν ωρίμανση. Άλλοι βιώνουν την ωρίμανση μέσω του πόνου, της απώλειας και της απουσίας γιατί τους ξυπνά το ένστικτο της επιβίωσης και προσθέτει στην κρίση τους την απαραίτητη ρεαλιστική ωμότητα. Καθενός ο δρόμος είναι μοναδικός, παράλληλα όμως η πορεία αυτή μοιάζει για όλους. Όλοι κάτι δίνουμε και κάτι παίρνουμε. Σαν τη μικρή Οφηλία λοιπόν, μέσα στον δικό μας δρόμο, βομβαρδιζόμαστε από καλουπωμένες απόψεις, συμβιβασμένες πεποιθήσεις και φορτωμένοι ξένες αμαρτίες, πολεμάμε τα θέλω ενός μεγάλου «πρέπει», κόντρα με τα δικά μας.

Στην αρχή δε χωράς πουθενά, θες να πολεμήσεις τον κόσμο, να τον αλλάξεις. Κάπου στην πορεία όμως θυσιάζουμε σιγά σιγά την αθωότητά μας γιατί οι πραγματικές δυσκολίες γιγαντώνονται. Όχι γιατί είναι αδιαπέραστες, αλλά γιατί ο ορθολογιστικός τρόπος σκέψης που σου έμαθαν πλέον να σκέφτεσαι, σε εξασθενεί και δεν έχεις το κουράγιο να ελπίζεις ή να φαντάζεσαι τόσο σθεναρά, τόσο μεγάλα.

Ο πόνος πλέον γίνεται απαραίτητο κομμάτι στο μονοπάτι σου. Αδιαμφησβήτητα σε δυναμώνει, μα σε αλλάζει παράλληλα. Με κάθε καινούργιο κτύπημα ένα-ένα τα πέπλα πέφτουν, γιατί πλέον καταλαβαίνεις πως δεν έχεις την προστασία που είχες άλλοτε. Η ευθύνη της προστασίας σου βρίσκεται στα δικά σου χέρια. Το άλλοτε αθάνατο παραπέτασμα που σε προστάτευε, κείτεται πλέον σκισμένο στο πάτωμα. Εκτός από τον πόνο, κάπου ξεπροβάλλει και η λέξη «συνέπεια» η οποία πλέον ανατρέπει τον τρόπο που φέρεσαι και πράττεις. Μπρος στον φόβο λοιπόν γι’ αυτές τις συνέπειες και το πώς θα φανούμε στον κόσμο, περπατάμε στα βήματα που περπάτησαν άλλοι πριν από εμάς. Επιλέγουμε τα σίγουρα. Μα βλέπεις, η αθωότητα δε συμβαδίζει με τον φόβο επειδή αγνοεί τον κίνδυνο. Εκεί λοιπόν που επιλέγεις τα σίγουρα, κόντρα στα κρυφά δικά σου θέλω, εκεί ακριβώς, έχεις ήδη θυσιάσει την αθωότητά σου. Σαν μια άλλη Οφηλία, στο δικό της βωμό της αθωότητας, μπροστά στην είσοδο του δικού της κάστρου, στο τέλος του δικού της λαβυρίνθου.

Είναι λοιπόν αναπόφευκτο στάδιο της ενηλικίωσης ή επιλογή μας αν θα αφήσουμε πίσω μας την αθωότητα και την παιδικότητά μας; Έχουμε ευθύνη γι’ αυτό που μας συμβαίνει ή πρέπει να το δεχτούμε όπως και όσα άλλα δεχτήκαμε χωρίς να τα πολεμήσουμε; Ίσως είναι το τίμημα που πληρώνουμε επειδή αποκτούμε το δικαίωμα της επιλογής. Ίσως πάλι να είναι προαπαιτούμενο για να φτάσεις στο τέλος του λαβυρίνθου σου. Το να πας κόντρα στο ρεύμα αυτό θέλει τόλμη και κότσια. Θέλει μια τρέλα και δεν είναι ένας δρόμος που μπορούν όλοι να τον περπατήσουν.

Δεν ξέρω καν αν έχεις ουσιαστικά επιλογή ή αν θα σε βοηθήσει στον σκοπό σου να παρεκκλίνεις από την πεπατημένη. Χρωστάμε όμως μια προσπάθεια στο παιδί που κλειδώσαμε μέσα μας. Οφείλουμε σε αυτό, να διατηρήσουμε λίγη από την αθωότητα, την παιδικότητα, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία μας. Αναρωτήθηκες ποτέ αν δεν ήταν αυτό το παιδί, εσύ ποιος θα ήσουν σήμερα;

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Χριστίνα Τρακοσιή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου