Οι τίτλοι τέλους έπεσαν, τα φωτά του cinema άνοιξαν, οι άνθρωποι ξεκίνησαν σιγά σιγά να αποχωρούν κι εγώ προσπαθούσα να συνέλθω. Οι συνομιλίες των υπολοίπων ανθρώπων στην αίθουσα ηχούσαν για ώρα ακόμη στα αυτιά μου. Κάποιοι έμοιαζαν προβληματισμένοι, κάποιοι σκυθρωποί και κάποιοι ρωτούσαν αν η πάθηση του πρωταγωνιστή ήταν πραγματική. Η ταινία «Joker» ήταν ρεαλιστική, ωμή και πέρα για πέρα αληθινή. Κατάφερε να περάσει στον θεατή την απογυμνωμένη αλήθεια της ψυχικής ασθένειας και την απάνθρωπη αντιμετώπισή της από την κοινωνία.

Ο Άρθουρ μάλλον έπασχε από πολλές ψυχολογικές παθήσεις, όμως το πιο βασικό του σύμπτωμα ήταν η συναισθηματική αστάθεια. Οι άνθρωποι που βιώνουν συναισθηματική αστάθεια ή οποιαδήποτε άλλη ψυχολογική πάθηση ζουν στην ίδια κοινωνία που ζεις κι εσύ. Μένουν ίσως δίπλα σου, έχετε κοινούς γνωστούς και προσπαθούν όσο πιο «κανονικά» να ζήσουν τη ζωή τους. Ποια η ευθύνη μας λοιπόν ως κράτος, ως κοινωνικό σύνολο και ως ατομικές μονάδες απέναντί τους;

Υπάρχουν αρκετές εκδοχές για την πραγματική ασθένεια του Joker χωρίς όμως να ακυρώνει η μία την άλλη. Κάποιες εκδοχές απομονωμένα εξήγησαν το γέλιο του ενώ άλλες ασχολήθηκαν με την προσωπικότητά του. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του ήταν όμως το παθολογικό του γέλιο. Ένα γέλιο κοινωνικά ανάρμοστο πολλές φορές κι αφύσικο, που έμοιαζε με κρίση. Η διαταραχή αυτή ονομάζεται PLC (pathological laughter and crying). Χαρακτηρίζεται από επεισόδια γέλιου ή κλάματος που συμβαίνουν, είτε χωρίς κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, είτε από ερεθίσματα που δεν ενδείκνυται κοινωνικά να προκαλέσουν κλάμα ή γέλιο τη δεδομένη στιγμή. Ουσιαστικά προκαλούν την προσοχή του κοινωνικού περίγυρου και ο παθών μοιάζει ανήμπορος να σταματήσει την κρίση αυτή.

Έκτος από αυτή τη διαταραχή έχουν αποδοθεί κι άλλες στον πρωταγωνιστή όπως η διάσχιση ταυτότητας, λόγω της δημιουργίας της νέας του ταυτότητας του Joker, αλλά και η διαταραχή προσωπικότητας αφού ο πρωταγωνιστής δημιουργούσε πλασματικά σενάρια για την πραγματικότητα που ζούσε στο μυαλό του. Όποια κι αν είναι η σωστή διάγνωση για την πάθησή του, η κοινή αφετηρία, ή αλλιώς το κοινό τους σύμπτωμα, είναι η συναισθηματική αστάθεια που τις χαρακτήριζε.

Στο άρθρο της S.M Renaud και C.Zacchia που εκδόθηκε το 2012, όρισαν τη συναισθηματική αστάθεια ως «ψυχοφυσιολογικό σύμπτωμα το οποίο παρατηρείται σε ορισμένες ψυχικές διαταραχές. Είναι µια σύνθετη δομή που περιλαμβάνει πρωτογενή ή δευτερογενή συναισθήματα, ταχεία αλλαγή από ουδέτερα σε έντονα και δυσλειτουργική ρύθμιση των συναισθημάτων». Ένας εσωτερικός πόλεμος δηλαδή με αντικρουόμενα αισθήματα που δεν μπορούν να τιθασευτούν. Από τη χαρά στην απογοήτευση και από την ευφορία στο θυμό σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η σωματική και ψυχολογική βία και η κληρονομικότητα αποτελούν τους σημαντικότερους αλλά όχι τους μόνους λόγους που εμφανίζεται.

Πέρα όμως από τους τίτλους των ψυχοσωματικών παθήσεων ποιος είναι ο ρόλος της κοινωνίας προς του ανθρώπους που νοσούν από αυτές; Ποια είναι η ευθύνη του συστήματος, του κοινωνικού συνόλου και τις κάθε ατομική μονάδας απέναντι σε τέτοια άτομα σαν το Άρθουρ; Ήταν αρκετές δηλαδή οι συνεδρίες με την κοινωνική λειτουργό κάποιες φορές την εβδομάδα; Χωρίς ουσιαστική ψυχανάλυση ή ψυχοθεραπεία και χωρίς εις βάθος ανάλυση του λόγου που το άτομο βρίσκεται στην κατάσταση αυτή; Χωρίς ουσιαστική επίβλεψη του οικογενειακού και κοινωνικού του περιβάλλοντος κι αξιολόγηση των παραγόντων που τον επηρεάζουν συναισθηματικά; Προσπαθούμε άρα να κουκουλώσουμε όπως όπως τις περιπτώσεις αυτές μέσα σε ένα «είσαι καλά τώρα» και να κλείσουμε τη υπόθεση;

Και η ευθύνη του καθενός μας; Από πού αρχίζει και πού τελειώνει; Ο άνθρωπος έμαθε αυτό που δεν καταλαβαίνει να το φοβάται, να το αποφεύγει και εν τέλει να το περιθωριοποιεί. Μάθαμε να μη δίνουμε σημασία σε ό, τι μοιάζει διαφορετικό. Μήπως λοιπόν μέσω της ημιμάθειας και της έλλειψης παιδείας μας προς αυτά τα θέματα, αποτρέπουμε τα άτομα που πάσχουν από την οποιαδήποτε ψυχολογική πάθηση να μπορέσουν να ενταχθούν μέσα στην κοινωνία; Είτε μέσω της δυσκολίας τους να βρουν δουλειά είτε μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού; Η πιο μεγάλη τραγική ειρωνεία είναι ότι εσύ παλεύεις να ξεφύγεις από τη «κανονικότητά» σου ενώ αυτοί την αποζητούν. Μπορείς πραγματικά να κατηγορήσεις τον Άρθουρ για τον άπλετο θυμό που τον κατέβαλε; Χωρίς να δικαιολογείται η οποιαδήποτε μορφή βίας μήπως φταίμε λιγάκι όλοι που ο Άρθουρ και ο οποιοσδήποτε Άρθουρ καταλήγει στη βία για να ακουστεί, για να τον προσέξουμε ή για αποκτήσει μια θέση στην κοινωνία;

Οι σταθεροί πυλώνες της ζωής μας είναι η οικογένεια, η φίλοι και η δουλειά μας. Χάνοντας κάτι από τα τρία ίσως κάπου χάνεται η ισορροπία σου. Με το που τα χάνει τελικά ο πρωταγωνιστής και σταματάει κάθε φαρμακευτική αγωγή δεν υπάρχει πλέον καμία ισορροπία και τίποτα μέτριο στη ζωή του. Επικρατεί ολοκληρωτικά η συναισθηματική αστάθεια, η οποία και τον κατακλύζει. Ποια είναι όμως η θέση μας για κάθε τέτοια περίπτωση; Δε θα έπρεπε να προνοείται ένα σπίτι, ή έστω χώρος για να μένει, ένα εισόδημα και μια εφ’ όρου ζωής ψυχολογική υποστήριξη; Δε θα έπρεπε αντί να αγκαλιάσουμε τη βία που προβάλλει να αντισταθούμε σε αυτήν;

Κι αφού ως κοινωνία εξελισσόμαστε ανάλογα με την εποχή και σπάμε παλιά καλούπια στα οποία δε χωράμε, δεν είναι καιρός να ξεφύγουμε από τα ταμπού που φορέσαμε στα άτομα αυτά; Δεν είναι καιρός να μορφώσουμε τα παιδία και τους εαυτούς μας για τις παθήσεις και να τις αποδεχτούμε ως κομμάτι του κοινωνικού συνόλου;

Ο άνθρωπος στη ζωή του, όσο και αν το παλεύει με τα ιδεώδη του, χρειάζεται την αποδοχή και την αγάπη, από την οικογένεια και τον κοινωνικό περίγυρο. Χρειάζεται και τους τρεις πιο πάνω σταθερούς πυλώνες για να κρατάει τις ισορροπίες του. Όσο κι αν δε βολεύει, η δυσκολία του ενός να ισορροπήσει επηρεάζει το κοινωνικό σύνολο κι εν τέλει εσένα ατομικά. Αν επικεντρωθούμε σε ένα καλύτερα δομημένο και λειτουργικό σύνολο θα μπορέσουμε παράλληλα ευκολότερα να εξελίξουμε και την ατομικότητα μας. Εσύ, παλεύεις μόνο για ένα ατομικό «εγώ» ή για ένα συλλογικό «εμείς»;

 

Συντάκτης: Χριστίνα Τρακοσιή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου