Παρατηρώντας λιγάκι την πολύ νέα γενιά, αυτούς που σε πέντε με δέκα χρόνια θα θεωρούνται ενήλικες, παρατηρούμε μια αυξητική τάση στην ανάπτυξη μαθησιακών, διατροφικών και ψυχοσωματικών διαταραχών και δυσκολιών. Και παρ’ όλο που η ουσιαστική γνώση του γονέα για τη «σωστή» διαπαιδαγώγηση του παιδιού αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, παρατηρούμε όλο και περισσότερους «ευνουχισμένους» ενήλικες. Παρατηρούμε ενήλικες που δεν ήταν έτοιμοι να ενηλικιωθούν. Τείνουν να αποφεύγουν τις ευθύνες των πράξεών τους και μοιάζουν να είναι ακόμη εξαρτημένοι από τους γονείς τους. Με λίγα λόγια δεν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την ίδια τους τη ζωή.
Θα περίμενε κανείς ότι η κάθε προηγούμενη γενιά θα μπορούσε να παραδώσει ένα πιο εξελιγμένο «πρότυπο». Παρ’ όλα αυτά σε κάποιες περιπτώσεις κι ενώ μοιάζουν να φέρουν τους καλύτερους οιωνούς, κάτι δε δουλεύει. Κι αφού όπως φαίνεται όλα ξεκινάνε από το σπίτι, μήπως η νέα γενιά μοιάζει να πάσχει από μια μορφή «υπερφροντίδας»; Πού είναι τα όρια της φροντίδας από τους γονείς και πού χάνεται κάθε μέτρο;
Υπερφροντίδα καταρχήν, εννοούμε κάθε υπερβολική πράξη ευχαρίστησης, φροντίδας κι εξυπηρέτησης του παιδιού με βάση την ηλικία και τις ικανότητές του. Η ανάγκη του παιδιού για αγάπη και φροντίδα τις πρώτες στιγμές της ζωής του, είναι βασική για τη δική του επιβίωση. Έτσι αναπόφευκτα δημιουργείται μια σχέση εξάρτησης με τους γονείς και ιδιαίτερα με τη μητέρα. Σταδιακά, και ενώ το παιδί μεγαλώνει πρέπει να λαμβάνει την ελευθερία που δικαιωματικά τού ανήκει, δηλαδή να «απογαλακτίζεται». Αν κι ακούγεται εύκολο, αποτελεί μια συναισθηματικά πολύπλοκη διαδικασία, ιδιαίτερα για τους γονείς, οι οποίοι συνειδητά πρέπει να αποχωρίσουν από τη σχέση εξάρτησης και να δεχτούν τη φυσική εξέλιξη, ότι δηλαδή το παιδί τους ανεξαρτητοποιείται. Τα νοητά όρια της φροντίδας και της υπερφροντίδας, αν και είναι ρευστά, εν τούτοις βαθιά μέσα μας είναι ξεκάθαρα, όσο κι αν αποφεύγουμε να τά «δούμε».
Αν δηλαδή ακόμη φροντίζεις τη σωματική υγιεινή του 13χρονου παιδιού σου, αν τού δένεις τα κορδόνια του παρ’ όλο που είναι 15 , αν τό ντύνεις ακόμη κι ας είναι 16, τότε κινείσαι ξεκάθαρα στα όρια της υπερφροντίδας. Παράλληλα, η υπερφροντίδα παίρνει μορφή μέσα από την «προστασία» του ανήλικου από την ευθύνη των πράξεών του. Όταν για παράδειγμα επιλέγουμε να ρίχνουμε ευθύνη στον καθηγητή για τον βαθμό του παιδιού, παρά στο ίδιο που δε διαβάζει. Πώς περιμένουμε όμως τώρα από τον 30χρονο πλέον έφηβο να συμπεριφέρεται με βάση την ηλικία του όταν δεν το έκανε ποτέ;
Προς υπεράσπιση κάθε γονέα, το υπόβαθρο κάτω από το οποίο οι πιο πάνω πράξεις παίρνουν μορφή είναι πάντα το ίδιο, αυτό της ατέρμονης αγάπης, ανιδιοτέλειας και προστασίας. Όμως η ανάγκη να προσφέρουν στο παιδί τούς όσο το δυνατόν περισσότερα, εγκλωβίζει πολλούς γονείς στην παγίδα της υπερφροντίδας. Οι κύριοι λόγοι που το φαινόμενο αυτό παρατηρείται είναι η ανάγκη των γονιών για πλήρη έλεγχο της ζωής του παιδιού τους, για τη δική του προστασία, αλλά και ο φόβος αποτυχίας του παιδιού τους και πόσο αυτή θα τό στεναχωρήσει. Όπως επίσης και η πραγματοποίηση των ανεκπλήρωτων δικών τους ονείρων.
Η υπερφροντίδα, ανεξαρτήτως λόγου και αιτίας, αποτελεί μια βαθιά κι εύκολη παγίδα. Παρεμποδίζοντας το παιδί να πράξει στο έπακρο των δυνατοτήτων του, έχει ως αποτέλεσμά είτε να ενοχληθεί το παιδί, να εναντιωθεί και να οδηγηθείτε σε τσακωμό, είτε πλέον να τού γίνει βίωμα δημιουργώντας του την ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος είναι ανίκανος. Παράλληλα συγκαλύπτοντας τις ευθύνες του παιδιού, ο γονέας βοηθά στη δημιουργία ενός ανυπόστατου αισθήματος δικαίου και στην παρέκκλιση της λογικής του παιδιού από την «κοινή λογική». Προστατεύοντάς το από τις ίδιες τις συνέπειες των πράξεών του δε θα μπορέσει ποτέ να μάθει τι σημαίνει να επωμίζεται ευθύνη, να είναι υπόλογος για τις πράξεις του και να διαχειρίζεται τις τύψεις των λαθών του. Η υπερφροντίδα, εν τέλει, δημιουργεί στο παιδί ανασφάλεια, φόβο κι ανάγκη για επιβεβαίωση που τό ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή του. Δημιουργεί ένα ψεύτικο κόσμο προστασίας του παιδιού που συθέμελα διαλύεται όταν αυτό πρέπει να ενηλικιωθεί. Γιατί ο κόσμος που ο νεαρός ενήλικας θα αποτελεί ενεργό μέλος δε λειτουργεί με την ίδια λογική, δεν αποδέχεται τα λάθη με τον ίδιο τρόπο και δε γυρίζει γύρω του.
Στο άλλο άκρο η παραμέληση της παιδικής φροντίδας δημιουργεί παρόμοια συναισθήματα στο παιδί. Στην «παθολογία της φροντίδας», αν μπορούμε να αναφερθούμε στον όρο αυτό, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες συμπεριφορές, αυτή της υπερφροντίδας κι αυτή της παραμέλησης, προκαλούν παρόμοια αρνητικά συναισθήματα που ακολουθούν το παιδί στην πορεία της ζωής του. Ενήλικας πια, θα αναζητεί την ίδια σχέση εξάρτησης, την ίδια επιβεβαίωση, το ίδιο αίσθημα «ασφάλειας» από τις μετέπειτα σχέσεις του. Τελικά, λοιπόν, η υπερφροντίδα και η αμέλεια έχουν τις ιδέες βίαιες επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση του παιδιού και μετέπειτα του ενήλικα. Όταν η ενηλικίωση φτάσει και το παιδί αναγκαστεί να ξεμυτίσει από τον γυάλινό του κόσμο, με τι εφόδια θα μπορέσει να πορευτεί στη ζωή; Πότε διδάχτηκε να πιστεύει στον εαυτό του; Πότε έμαθε να αναλαμβάνει ευθύνες; Πότε, αντιλήφθηκε τι χρειάζεται για να να αυτοσυντηρείται; Αν οι βάσεις αυτές δε δοθούν από το σπίτι, πώς περιμένουμε από τη νέα γενιά να εξελίξει την κοινωνία; Πώς τους φορτώνουμε έναν κόσμο ενώ δεν μπόρεσαν να χτίσουν ταυτότητα;
Πράγματι, η σύγχρονη κοινωνία εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους από ό,τι παλαιότερα. Πράγματι, η κάθε επόμενη γενιά αναλαμβάνει ένα ίσως δυσκολότερο φορτίο ειδικά σε εποχές που τίποτα δεν ακμάζει. Πράγματι, ο ρόλος του γονέα είναι καθολικός και δύσκολος. Το σπουδαιότερο μάθημα όμως που μπορεί να λάβει ένα παιδί είναι το να δοκιμάσει και να αποτύχει. Και η σπουδαιότερη αρετή που πρέπει να γαλουχηθεί είναι αυτή της υπομονής και της επιμονής. Για να μπορέσει έτσι να σηκωθεί μόνο του και να περπατήσει μετά. Για να μη σταματήσει στην πρώτη αποτυχία. Για να τολμήσει να ονειρευτεί μονάχος του.
Έτσι κι αλλιώς η μητέρα φύση και ο τρόπος που δομηθήκαμε ως άνθρωποι, αυτό μάς μάθανε. Μικρός εσύ σαν ήσουνα, πόσες φορές κυριολεκτικά, έπεσες μαθαίνοντας να περπατάς; Και πόσες φορές σηκώθηκες; Αν λοιπόν η ζωή είναι ένα ατέρμονο μάθημα γιατί προσπαθούμε να προστατέψουμε τα παιδιά μας από αυτό;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου