Θα υπάρξουν αρκετές φορές στη ζωή μας που θα τύχει να ‘ρθουμε αντιμέτωποι με καταστάσεις οι οποίες θα μας φέρουν σε δύσκολη θέση. Σε ποιον δεν έχει τύχει, άλλωστε, να βρεθεί σε μια τέτοια συνθήκη; Κάτι θα συμβεί και θα μας εκνευρίσει, θα μας θυμώσει ή θα μας προκαλέσει το αίσθημα της ντροπής. Εντάξει, εμείς κάποια στιγμή θα το αντιμετωπίσουμε κι εν τέλει θα το ξεπεράσουμε, κι ίσως να το ξεχάσουμε κιόλας.
Αν, όμως, αυτό το κάτι το ‘χουμε προκαλέσει εμείς, κι είμαστε, σχεδόν, σίγουροι ότι θα επηρεάσει και κάποιον άλλο, ας πούμε τον σύντροφό μας, τι κάνουμε σε τέτοια περίπτωση; Το λέμε κι ας ξέρουμε ότι θα ακούσουμε τον εξάψαλμο, ή το αποφεύγουμε και προσπαθούμε να το κρύψουμε; Τι απ’ τα δυο είναι το πιο σωστό;
Η απάντηση θα μπορούσε να ‘ναι ότι πάντοτε η αντίδρασή μας εξαρτάται απ’ την περίσταση, γιατί δεν είναι όλες οι καταστάσεις κι οι χρονικές περίοδοι ίδιες. Υπάρχουν περιπτώσεις που είναι πιο απλές και που στην ουσία δε στοιχίζουν τόσο πολύ σε κάποιον, κι υπάρχουν κι οι περιπτώσεις που τα πράγματα είναι πιο σοβαρά.
Αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι σπάμε εκείνη την αγαπημένη κούπα του καφέ που ο άλλος δεν την αλλάζει με τίποτα. Ναι, σαφώς και θα στεναχωρηθεί, αφού ήταν η αγαπημένη του, θα θυμώσει με τη δική μας απροσεξία, αλλά την επόμενη κιόλας μέρα θα την έχει αντικαταστήσει. Μικρό το κακό, άρα δεν υπάρχει και λόγος να κρύψουμε αυτό το γεγονός πίσω από ένα «Δεν ξέρω πού είναι, δεν την χρησιμοποιώ εγώ» ή ένα «Δεν έχω ιδέα, μωράκι μου, να δεις που θα τη έσπασε η κ. Παναγιώτα που μας καθαρίζει το σπίτι».
Βέβαια, υπάρχουν και τα λίγο πιο χοντρά, όπως η κονσόλα παιχνιδιών, η οποία όσο να πεις στοιχίζει κάτι παραπάνω, κι ειδικά αν ο άλλος είναι και μανιακός, τότε μέχρι να επισκευαστεί ή να αγοραστεί μια καινούργια, θα βλέπεις μούτρα κατεβασμένα. Και να ξέρεις πως δε θα χάνει ευκαιρία και θα σου την λέει κάθε φορά, με την παραμικρή αφορμή, για τότε που κατάφερες να διαλύσεις τη ρημαδοκονσόλα.
Και φυσικά μπορούμε όλοι να καταλάβουμε ότι σε περίπτωση που τρακάρουμε, ελαφρώς πάντα, το αμάξι του ανθρώπου μας, τα πράγματα είναι δικαίως πολύ χειρότερα. Πρώτον γιατί ήμασταν απρόσεκτοι και δεύτερον γιατί απαιτείται ένα σημαντικό ποσό για να φτιαχτεί οποιαδήποτε ζημιά στο αμάξι. Άρα, θα μου πεις, και γιατί να μην πω κι εγώ τη γνωστή δικαιολογία «Δεν ξέρω πώς έγινε, απλά το άφησα στο πάρκινγκ κι όταν επέστρεψα ήταν έτσι», αφού ούτως ή άλλως δε θα γλυτώσω τα μούτρα, μπας κι αποφύγω το κήρυγμα και τις ευθύνες;
Κυρίως γιατί είναι θέμα εμπιστοσύνης. Φαντάζομαι ότι όλοι μας θέλουμε να ξέρουμε την αλήθεια, για το οτιδήποτε, έτσι κι ο άνθρωπος που έχουμε δίπλα μας ζητά, και περιμένει, το ίδιο κι από εμάς. Άσε που τις περισσότερες φορές ο άλλος καταλαβαίνει πότε του λέμε ψέματα. Τώρα το αν θα ασχοληθεί με το να μας πείσει να πούμε την αλήθεια ή αν θα μας αφήσει με την ψευδαίσθηση πως τον ξεγελάσαμε, είναι άλλο θέμα.
Άλλωστε κι εμείς οι ίδιοι για να ξέρουμε πότε και πόσο θα θυμώσει ο άλλος και πότε όχι, πάει να πει ότι έχουμε δίπλα μας κάποιον που είναι αληθινός απέναντί μας, χωρίς να μας κρύβει τα συναισθήματά του. Άρα κι εμείς οφείλουμε να ‘μαστε αληθινοί και σωστοί απέναντί του, κι αυτό μόνο σημάδι υγιούς σχέσης μεταξύ δυο ανθρώπων θα μπορούσε να ‘ναι. Να μη νιώθεις την ανάγκη να κρύψεις την αλήθεια και να μπορείς να παραδεχτείς και να αντιμετωπίσεις τα πάντα.
Ακόμα κι αν η αλήθεια αυτή καμιά φορά πρόκειται να πονέσει. Γιατί αν είσαι πάντα σωστός κι ευθύς, θα ‘σαι κι όταν θα προκύψει κάτι πιο σοβαρό, όπως ένα φλερτ που παραλίγο να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω ή ακόμα και μια απιστία που μπορεί να συνέβη. Κι ίσως το γεγονός ότι θα υπάρξει ειλικρίνεια να βοηθήσει κάπως την κατάσταση. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, αν είσαι πραγματικά σωστός, δεν πρόκειται να επιτρέψεις να συμβεί κάτι απ’ τα παραπάνω, αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο προς συζήτηση.
Κι επειδή η αλήθεια, όσο και να προσπαθούμε να την κρύψουμε, πάντοτε θα βρίσκει τρόπο να εμφανίζεται, είναι προτιμότερο να την λέμε εμείς οι ίδιοι απ’ την αρχή. Κι ας ξέρουμε ότι θα ακούσουμε τον εξάψαλμο, κι ότι θα βλέπουμε μούτρα μέχρι το πάτωμα για δυο μέρες, εμείς θα ξέρουμε ότι ήμασταν ξεκάθαροι κι ότι δεν κρυφτήκαμε δειλά πίσω από ψέματα και δικαιολογίες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη