Πόσο δύσκολο μου είναι να γράψω για σένα. Εγώ που υπεραναλύω τα πάντα, όπως λες. Θες να πάρουμε μαζί την ιστορία απ’ την αρχή; Έλα, πάμε μαζί. 10 χρόνια πίσω; Τόσα δε μου είπες ότι άργησα; Βάζω ένα ρούμι, ο Oscar μας να παίζει στο repeat κι εγώ να προσπαθώ να δεχτώ ότι όντως άργησα. Όχι γιατί δε σε ήθελα, αλλά γιατί φοβόμουν. Κι όχι δεν είσαι μπαμπούλας, εμένα φοβόμουν πάντα.
Θυμάσαι; Θυμάσαι, κι εσύ κι εγώ. Δεν ένιωσα σαν να σε ήξερα από πάντα, αλλά ένιωσα ότι ήθελα να σε γνωρίσω. Πυροτεχνήματα, όπως σου είπα, εκείνο το βράδυ, που ήταν τα μάτια που έκαναν παιχνίδι. Μια λέξη; Χημεία. Άραγε, εσύ το κατάλαβες ποτέ; Εγώ δεν είναι ότι δεν το κατάλαβα, είναι ότι το απέφυγα. Κι εσύ το ήξερες, αλλά επέλεξες να το αγνοήσεις. Πόσο ίδιοι, πόσο αγύριστα κεφάλια κι οι δύο, ισχυρογνώμονες, παθιασμένοι με τις ιδέες μας. Κι αν μας ρωτούσαν, ούτε που θα παραδεχόμασταν πως θα φτάναμε να νιώσουμε έτσι ο ένας για τον άλλο.
Θυμάμαι όταν είδα μπροστά μου το καλοκαίρι μου και προτίμησα τον χειμώνα, γιατί ήταν πιο ασφαλής, μόνο που δεν υπολόγισα πως η ζωή δε σε αφήνει να διαλέξεις. Ό,τι αποφεύγεις να ζήσεις, θα είναι εκεί πάντα να σε τραβάει από τα μαλλιά. Κι εγώ σε φοβήθηκα πολύ, γι΄αυτό σε απέφυγα, ενώ σε ήθελα τόσο. Έκανα το σώμα μου ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών, όπως λέει κι ο Μίσσιος. Και τι κατάλαβα;
Δε με ένοιαζε που δεν είσαι δικός μου, ποτέ δε σε ήθελα, και προσπαθούσε σθεναρά να πείσω γι’ αυτό τον εαυτό μου. «Έλα να πιούμε ένα μπιράκι και να πούμε για μπάλα κι αναρχία» έλεγα, γιατί ήταν πολύ πιο εύκολο να το παλέψω. Και μπουμ, καθόλου δεν το πάλεψα. Και στο ‘πα και δεν το κράτησα κι ένιωσα να πνίγομαι και να παίρνω ταυτόχρονα ανάσα. Τουλάχιστον το έμαθες, αυτό έλεγα στον εαυτό μου.
Παραμείναμε κι οι δύο αυτοί που ήμασταν, τα τείχη έμειναν όρθια κι απ’τους δύο. Δεν έκανε πίσω κανένας μας. Κι ήρθαν τα ραντεβού κι έπειτα οι προσωπικές, οι απόλυτα δικές μας στιγμές. Κι ας αργήσαμε, έλεγα, τα καταφέραμε. Ξαφνικά υπήρχες εσύ, ολοζώντανος μπροστά μου. Σοκάκια, παραλία, μπαράκια, το παλιό λιμάνι κι αυτή η τσιμεντένια προβλήτα με τις αστραπές και τα κύματα. Θυμάσαι; Τι σκηνικό! Από τότε βρήκα το ασφαλές μου μέρος. Ήταν αυτό το σημείο, που πήγαμε με καφέ στο χέρι, μήνες μετά. Το ίδιο σημείο που μου στέλνεις σε φωτογραφίες ακόμα και σήμερα, τόσους μήνες μετά.
Έζησα μαζί σου αυτό το λίγο που μου επιτρεπόταν και ξέρω πως δε σε χόρτασα. Κι εσύ ξέρεις, πως πάντα θα θέλω λίγο ακόμα από εσένα. Όπως γνωρίζεις πως προτιμώ το λίγο το δικό σου, από το πολύ κάποιου άλλου. Μόνο μη με κοντράρεις άλλο. Βρίσκομαι σε κατάσταση άμυνας και σου επιτίθεμαι. Κι είναι το μόνο που δε θέλω. Δε θέλω να σου επιβληθώ, να σε ζήσω θέλω, έστω και για δυο μέρες μόνο, ή πέντε. Το μόνο που σου ζητάω, είναι να αφεθείς κι εσύ. Έλα να ρίξουμε μαζί τις άμυνές μας. Έλα να βγούμε μαζί απ’ τη ζώνη ασφαλείας μας. Μπορούμε, αλήθεια σου λέω κι ας λες ότι είμαι συνέχεια μέσα στο ψέμα και τις δικαιολογίες. Αν θέλεις, θα ήθελα κι εγώ να δεις την αλήθεια μου.
ΥΓ: Όλα τα αφήσαμε Σαλονικιέ, γι’ αυτό το «αύριο». Και σήμερα;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου