Τι εννοείς δε σου φτάνει το 24ωρο για να τα προλάβεις όλα; Ε, σταμάτα να προσπαθείς να καταλάβεις γιατί δε σου φτάνει αυτό το αναθεματισμένο 24ωρο, γιατί σε πληροφορώ ότι και 36 ώρες να σου ‘δινε κάποιος, πάλι τα ίδια θα ‘κανες και πάλι τίποτα δε θα προλάβαινες. Βλέπεις πάει αναλογικά, όσες περισσότερες ελεύθερες ώρες διαθέτεις, τόσο αυξάνονται οι υποχρεώσεις, οι στόχοι που θέλεις να ολοκληρώσεις κι οι επιθυμίες που θέλεις να πραγματοποιήσεις.
Άτιμο πράγμα ο χρόνος, κυλάει χωρίς να το πάρεις εσύ πρέφα, τρέχει και σ’ αγχώνει κι έρχεται να σε βρει στο κρεβάτι το βράδυ που τον σιχτιρίζεις, καθώς κάνοντας τον απολογισμό της ημέρας, συνειδητοποιείς ότι δεν έκανες ούτε τα μισά από αυτά που ‘χες προγραμματίσει.
Εύχεσαι να είχες άλλες 12 ώρες μπροστά σου για να τελειώσεις με αυτά που ήθελες και με αυτά που έπρεπε, με αυτά που άφησες μισά ή πιο πιθανόν με αυτά που δεν έκανες καθόλου.
Άδικα όμως εύχεσαι, γιατί ούτε αυτές οι 12 ώρες συν θα σου ‘φταναν. Γιατί εκεί που το ξυπνητήρι χτυπά, όσο ακόμα έξω είναι νύχτα, αν υποθέσουμε ότι εσύ θα κάνεις ό,τι πραγματικά θέλεις να κάνεις μέσα σε μια μέρα, χρειάζεσαι: Μιάμιση ώρα για να πιεις δυο γουλιές καφέ παίρνοντας πρωινό, να κάνεις ντους, να φτιάξεις μαλλιά, να ντυθείς, να ψεκάσεις κολόνια, να πάρεις κλειδιά και να φύγεις.
Οχτώ ώρες εργασίας. Με βλέπεις, προσπαθώ να ‘μαι αισιόδοξη και θετική και δεν κάνω την παραμικρή αναφορά σ’ υπερωρίες. Αυτές τις 8 ώρες βέβαια μπορεί να τις αντικαταστήσει κανείς και με ώρες παρακολούθησης στη σχολή. Τώρα, αν κάποιος συνδυάζει σχολή και δουλειά το πράγμα κάπως μπερδεύεται και δυσκολεύει πιο πολύ.
Μία ώρα να πεταχτείς για ένα γρήγορο καφέ με τον κολλητό ή τη συνάδελφο απ’ τη δουλειά. Μισή ώρα να μιλήσεις στο τηλέφωνο με τη μάνα σου και το φιλαράκι. Δύο ώρες τα πήγαινε-έλα της ημέρας, σπίτι- δουλειά, δουλειά- σπίτι, υποχρεώσεις και τα συναφή. Κι επειδή συνεχίζω να ‘μαι αισιόδοξη, θ’ αποφύγω να συμπεριλάβω πιθανότατο μποτιλιάρισμα στους δρόμους, απεργίες και διαδηλώσεις (ουκ ολίγες φορές συχνά φαινόμενα).
Μία ώρα που θα φας στην ουρά της τράπεζας, στην πληρωμή λογαριασμών και στην αγαπημένη σου εφορία. Μία ώρα που θα χρειαστείς για το σούπερ μάρκετ και για να δοκιμάσεις ένα μπλουζάκι που στάμπαρες πριν δέκα μέρες σε μια βιτρίνα, αλλά δεν προλάβαινες εκείνη τη μέρα. Α, κι ελπίζω να ‘χεις την τύχη με το μέρος σου και να μη συναντήσεις εκείνη τη, λίγο πιο κοινωνική απ’ τα νορμάλ πλαίσια, γειτόνισσα, η οποία δε σ’ αφήνει και πολύ εύκολα να φύγεις.
Τρεις ώρες που θα τις σπάσεις μέσα στη μέρα για το μαγείρεμα και τα γεύματα που θα πάρεις (νηστικό αρκούδι δε χορεύει), να συμμαζέψεις (τα πάνω-πάνω, δεν είμαστε για γενική, ο χρόνος τρέχει), να βάλεις πλυντήριο, ν’ απλώσεις και να σιδερώσεις.
Τρεις ώρες που είναι απαραίτητες για να συνεχίσεις την εργασία της σχολής, να προετοιμαστείς για την αυριανή παρουσίαση στη δουλειά ή ακόμα και για να διαβάσεις τα παιδιά σου. Τρεις ώρες που θα τις μοιράσεις για να συμπεριλάβεις το γυμναστήριο, το μετέπειτα μπάνιο σου και τη συνολική προετοιμασία για τη βραδινή σου έξοδο.
Δυόμιση ώρες που θα πίνεις το ποτάκι σου σε κάποιο μπαρ με το αμόρε ή θα τρως τα μεζεδάκια σου σε κάποιο τσιπουράδικο με την παρέα σου. Τριάντα λεπτά αφότου επιστρέψεις στο σπίτι, που θα βάλεις τις πιτζάμες σου και θα προετοιμαστείς για ύπνο.
Δύο ώρες που θα κάνεις κάτι για σένα κι είναι οι αγαπημένες σου, καθώς θα χαλαρώσεις ακούγοντας ραδιόφωνο, θα ενημερωθείς για τα νέα των φίλων σου στο facebook και θα ξεκουράσεις το μυαλό σου απ’ τα ζόρια της ημέρας. Και να μην ξεχάσουμε τις επτά μ’ οχτώ, απαραίτητες για την καλή σου υγεία, ώρες ύπνου.
Και κάπως έτσι συμπληρώνονται 36 με 37 ώρες και βλέπεις ότι ούτε αυτές θα σου ‘φταναν με βεβαιότητα, γιατί ξέχασες να πάρεις τα παπούτσια απ’ τον τσαγκάρη και να κλείσεις εκείνο το ραντεβού στον καρδιολόγο για τσεκ-απ.
Όμως εσύ όλα αυτά τα προσπαθείς και ταυτόχρονα αδυνατείς να τα στριμώξεις μέσα σε ένα 24ωρο. Παρόλο που συνέχεια τρέχεις. Στο τέλος της μέρας, αυτό που έχεις να θυμάσαι όταν πέφτεις στο κρεβάτι είναι τα χιλιόμετρα που διένυσες κι η κούραση που ‘χεις καταβάλει, συνειδητοποιώντας τελικά, ότι δεν έκανες ούτε τα μισά απ’ αυτά που ήθελες.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παπαϊωάννου: Ιωάννα Κακούρη