«Κουράστηκα». Πόσες φορές στο φώναξα και πόσες με αγνόησες; Δεδομένη με είχες και με τα δίκια σου.
Στάσιμη έχω μείνει, να ανέχομαι τα «δεν ξέρω» σου και να περιμένω. Ο επιμένων νικά λένε. Και εγώ ο επιμένων λοιπόν σε σιχάθηκα, όσο σιχάθηκα και τον εαυτό μου. Νίκη ή ήττα τελικά; Ο εγωισμός σου σ’ έφαγε και ο δήθεν θυμός σου για το κακό που προκαλέσαμε, γιατί μαζί το προκαλέσαμε και ας μην το δέχεσαι.
Και εγώ η από κούνια εγωίστρια τα έβαλα όλα στην άκρη και έφτασα να παλεύω μόνη για δύο, μόνη για κάτι που πλέον για ‘σένα δεν υπάρχει, για έναν έρωτα που τον ξεσκίσαμε και περιμένει να του δώσεις τη τελευταία χαριστική βολή. Αλλά δεν θα σ’ αφήσω, αυτή τη φορά την τελεία θα την βάλω εγώ, το όπλο είναι στα χέρια μου και θα τραβήξω εγώ τη σκανδάλη.
Στον έρωτα δεν υπάρχει «δεν ξέρω» κι εσύ καραμέλα τα έκανες και τα εξάντλησες όλα.
Πώς γίνεται να μην ξέρεις αν είσαι ερωτευμένος, αν αγαπάς κάποιον, αν σου λείπει; Αν γουστάρεις τον άλλον, αν σου καυλώνει τον εγκέφαλο, αν δεν μπορείς χωρίς αυτόν τότε γυρνάς τον κόσμο ανάποδα για να τον έχεις και δεν υπολογίζεις τίποτα. Κανένα παρελθόν και κανένα τρίτο πρόσωπο δεν θα σε κρατήσει πίσω. Αλλά εσένα όλα αυτά μάλλον σου πέφτουν πολύ γλυκανάλατα.
Μείνε λοιπόν εσύ και η περηφάνια σου, γιατί και αυτήν την είχες ανέκαθεν μπόλικη. Σ’ αυτό βέβαια φταίω και εγώ, σε θεοποίησα και ήρθε η ώρα να σε απομυθοποιήσω. Δεν είσαι δα και τόσο μοναδικός, αν ήσουν δε θα μ’ άφηνες να ζω σ’ αυτήν την παράνοια. Νόμιζες πως θα ήμουν πάντα εδώ να περιμένω και να υπομένω αυτήν την αρρωστημένη κατάσταση, όμως έπεσες έξω. Νόμιζες επίσης πως μ’ αυτή τη συμπεριφορά θα κατάφερνες να με φέρεις στα μέτρα σου. Το λιοντάρι όμως δύσκολα το δαμάζεις μωρό μου, γι’ αυτό βολέψου με καμιά σαύρα.
Αν κάτι μου λείπει είναι ο άνθρωπος που γνώρισα, αυτός που με έκανε να πάθω αυτό που λένε «σεβντά καψούρα». Αυτό το ανθρωπάκι που έχεις γίνει πλέον, ούτε που θέλω να το ξέρω. Δείχνεις να ψάχνεις την επιβεβαίωση από παντού και πολύ λυπάμαι που νομίζεις ότι είσαι το κέντρο του κόσμου. Πρωταγωνιστής είσαι μόνο για τον εαυτό σου και στη δική σου ταινία, για τα υπόλοιπα 7 δισεκατομμύρια είσαι ένας ακόμα κομπάρσος. Γι’ αυτό μην πολύ περηφανεύεσαι για τα κατορθώματά σου.
Θα μπορούσα να μη δικαιολογώ τη στάση σου λέγοντας στον εαυτό μου πως έτσι είναι η αγάπη, πως θα καταλάβεις και θα αλλάξεις. Τίποτα δεν είναι έτσι ρε μπάσταρδε, πάτησες τη γραμμή των ορίων μου και την προσπέρασες χωρίς να κοιτάς τον χαμό που προκάλεσες, τα δικά μου θρύψαλα τα αγνόησες.
Το τράβηξες πολύ το σχοινί και εγώ ήρθε η ώρα να αφήσω τη μία πλευρά. Όταν κάτι το ζαλίζεις πολύ χαλάει και όταν ανέχεσαι πολλά, μηδενίζεις τον εαυτό σου. Γι’ αυτό και εγώ φεύγω λοιπόν από εσένα, από την ανάμνηση μιας κάλπικες ευτυχίας και από ό, τι δυσανάλογο, μέτριο και λίγο μου πλάσαρες για αγάπη.
Φεύγω λοιπόν, αθόρυβα και σιωπηλά, χωρίς κραυγές και κουβέντες μεγάλες. Θα κλείσω με την ίδια φράση που τελείωσες και εσύ κάποτε. Παίξαμε και χάσαμε.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παπαϊωάννου: Κατερίνα Κεχαγιά.