Σε πολλούς χρωστάμε μια συγγνώμη που ίσως και να μην πούμε ποτέ. Όσο όμως και να ψάξουμε, δε θα βρούμε αντικείμενο που να την αξίζει πιο πολύ απ’ το ημερολόγιό μας. Ξέρετε τι έχει τραβήξει το δόλιο εξαιτίας μας; Φυσικά και ξέρουμε, αφού εμείς τα γράφαμε, θα μου πείτε. Και τα σβήναμε. Και τα ξαναγράφαμε. Και κοτσάραμε και καμιά δεκαριά αυτοκόλλητα πάνω του, έτσι για την ομορφιά. Ήταν ο κολλητός μας για χρόνια κι αυτά τα πράγματα δεν ξεχνιούνται έτσι εύκολα. Ειδικά όταν δεν είμαστε και πολύ περήφανοι για το περιεχόμενό του.

Στο δημοτικό το χρησιμοποιούσαμε για να περιγράφουμε τα συγκλονιστικά γεγονότα της καθημερινότητάς μας. «Αγαπημένο μου ημερολόγιο, σήμερα έφαγα κορνφλέικς με γάλα για πρωινό. Δε μου άρεσαν. Η μαμά δε με άφησε να φάω ψωμί με μερέντα. Θα της κρατάω μούτρα όλη μέρα». Και της κρατούσαμε. Μέχρι που έφτανε η ώρα για το μεσημεριανό κι είχε φτιάξει μακαρόνια με κιμά. «Η μαμά μου είναι η καλύτερη του κόσμου ημερολογιάκι μου!». Μιλάμε για τρελή κυκλοθυμία.

Το ημερολόγιό μας πρέπει να είχε τρομερή υπομονή, δεν εξηγείται αλλιώς. Τσακωμοί στο σχολείο, φιλίες που άρχιζαν και τέλειωναν και ξανά άρχιζαν, τα πρώτα καρδιοχτύπια, όλα μέσα σ’ ένα μικρό τετράδιο. Ένα μικρό τετράδιο που το διπλοκλειδώναμε σε συρτάρια, λες κι ήταν το ημερολόγιο του Άντον Χέρτ. Όχι τίποτε άλλο, δεν εμφανιζόταν πουθενά στον ορίζοντα κι ο Χάρι Πότερ, ν’ αποκτήσει λίγο σασπένς η υπόθεση.

Στο γυμνάσιο άρχισαν να σοβαρεύουν τα πράγματα. Απ’ τη δική μας οπτική πάντα. Καθηγητές που μας αδικούσαν, κουτσομπολιά, χυλόπιτες, έρωτες. Απ’ όλα είχε ο μπαξές. «Αγαπημένο μου ημερολόγιο, νομίζω πως ερωτεύτηκα. Τι θα κάνω; Δεν ξέρω! Μίλα μου, πες κάτι!» Λες και θα ζωντάνευε ξαφνικά για να μας γράψει συμβουλές από δίπλα, όπως τις σημειώσεις της φιλολόγου πλάι απ’ τις εκθέσεις. Και να ζωντάνευε δηλαδή, πιο πιθανό ήταν να μας έβριζε, παρά να μας σκούπιζε τα δάκρυα. Εντάξει, ίσως και να γελούσε. Για την ακρίβεια, θα χτυπιόταν κάτω απ’ τα γέλια.

Στο λύκειο, άρχιζε η πίεση απ’ τα μαθήματα. Βρίσιμο στους καθηγητές, βρίσιμο στους γονείς, βρίσιμο στο Γιάννη απ’ το Β3 που δε μας γούσταρε. Γενικά, μια ένταση υπήρχε. Αν είχαμε και πολλά νεύρα, το ημερολόγιο μπορεί να εκτοξευόταν απ’ το κρεβάτι στο γραφείο σε χρόνο dt. Σκισμένες σελίδες, μουτζουρωμένες παράγραφοι, τα μαύρα του τα χάλια είχε το καημένο. Ούτε στο Game of Thrones να έπαιζε. Μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης είχε εκεί παρά στα χέρια μας.

Όσο μεγαλώναμε, τόσο λιγότερο του γράφαμε. Από σχέση, έγινε καβάτζα. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πράγματα που δε θέλαμε να πούμε ούτε στον εαυτό μας, πόσο μάλλον στο ημερολόγιό μας. Μυστικά που πονούσαν, αλήθειες που δε θέλαμε να παραδεχτούμε. Η ενηλικίωση μας βρήκε χωρίς ημερολόγιο. Ίσως σε μια περίοδο που το χρειαζόμασταν περισσότερο από ποτέ. Δεν έφταιγε αυτό όμως. Εμείς επιλέξαμε να το κάνουμε να σωπάσει, φιμώνοντας εμάς τους ίδιους.

Γι’ αυτό του χρωστάμε μια συγγνώμη. Γιατί ήταν εκεί στις βλακείες μας, στις απογοητεύσεις μας και στις χαρές μας. Ήταν εκεί, σιωπηλός παρατηρητής. Μας ωρίμασε χωρίς καν να το γνωρίζει. Κι εμείς μια μέρα το εγκαταλείψαμε. Αφήσαμε πίσω την αθωότητά μας. Αποφασίσαμε πως είχαμε μεγαλώσει πια και δεν το χρειαζόμασταν. Κι όμως, τώρα είναι που το χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ.

Μα πάνω απ’ όλα, χρωστάμε μια συγγνώμη στον εαυτό μας. Μια συγγνώμη που σταματήσαμε να συζητάμε μαζί του, έστω και με αυτόν τον τρόπο. Γίναμε αυτό που ήθελαν οι άλλοι να γίνουμε. Απαρνηθήκαμε αυτήν τη φωνούλα μέσα μας που μας παρακινούσε να μην κρύβουμε τα συναισθήματά μας τόσα χρόνια.

«Μη φοβάσαι να αισθανθείς». Αυτό μας έμαθε το ημερολόγιό μας. Μήπως ήρθε η ώρα να το βγάλουμε απ’ το συρτάρι; Όλο και κάτι θα μας θυμίσει, όλο και κάτι θα μας πει.

 

Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Κωνσταντουδάκη: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Χριστίνα Κωνσταντουδάκη