Λένε πως τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Προδίδουν σκέψεις και συναισθήματα καλά κρυμμένα. Πότε γαλάζια, πότε καστανά, πότε πράσινα και πότε μαύρα, το χρώμα τους δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, αυτό δεν αλλάζει. Το βλέμμα όμως, ναι.
Το βλέμμα το φιλικό είναι γνήσιο, παιχνιδιάρικο. Κρύβει αγάπη, μα κρύβει και μια τρέλα. Ένα «αν τον πειράξεις σ’ έφαγα!» σε κάθε επικείμενη απειλή. Ώσπου, γίνεται το «κλικ». Όταν η φιλία μεταμορφώνεται σε έρωτα, το βλέμμα είναι το πρώτο που αλλάζει. Γίνεται αυτομάτως πιο τρυφερό. Πώς την πάτησες έτσι; Κανείς δεν έχει να σου δώσει την απάντηση. Τα μάτια αποφεύγουν τα δικά του ή τα δικά της, από φόβο μην προδοθούν. Mα δεν μπορούν να υποκρίνονται για πολύ. Είναι το πιο αληθινό κομμάτι σου κι ό,τι κι αν κάνεις, αυτό πάντα θα σε καθορίζει.
Ώσπου, ο έρωτας ξεθωριάζει. Το βλέμμα παγώνει. Τα μάτια δεν κοιτούν πλέον το έτερον ήμισυ με τη σπίθα που υπήρχε παλιά. Όποιος κι αν είναι ο λόγος, το βλέμμα λέει αλήθειες. Άπαξ κι εξαφανιστεί η φλόγα του, τα πράγματα δε θα είναι ποτέ όπως πριν. Ο έρωτας και το μίσος, δεν απέχουν και πολύ. Όταν ο έρωτας δε βαδίζει χέρι-χέρι με την αγάπη, εύκολα μπορεί να ξεπεράσει τα όρια. Να γίνει ένα οργισμένο βλέμμα που δεν μπορεί να βρει παρηγοριά πουθενά. Ένα αυτοκαταστροφικό συναίσθημα που πληγώνει τους άλλους, αλλά κυρίως εσένα. Είναι λες και παίζεις το παιχνίδι του Προκρούστη με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Αυτό όμως που πληγώνει πιο πολύ, είναι η αδιαφορία. Ειδικά όταν ένας από τους δύο δεν έχει ξεχάσει ακόμα. Ένα τυπικό «γεια, τι κάνεις;» όταν δύο ματιές συναντηθούν στο δρόμο, μπορεί να κάνει χειρότερη ζημιά κι από έναν έντονο τσακωμό. Το άδειο βλέμμα, το χαμόγελο που δε φτάνει στα μάτια, όλα είναι μέρος του παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού που ένας ερωτευμένος δε σκοπεύει να συνεχίσει να παίζει. Αισθάνεται ήδη ηττημένος κι ας μην υπάρχουν νικητές. Όταν έχεις νιώσει τόσα πράγματα για ένα άτομο, είναι δύσκολο ν’ αποδεχθείς πως δε θα δεις ποτέ ξανά τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια του.
Υπάρχουν όμως και τ’ άλλα βλέμματα. Αυτά που συναντάς σπάνια. Τα βλέμματα της ανιδιοτελούς αγάπης. Για να δεις ένα τέτοιο βλέμμα, δε χρειάζεται να πας μακριά. Απλώς μπες στο κοντινότερο μαιευτήριο. Παρατήρησε το βλέμμα της μητέρας, όταν αντικρίζει για πρώτη φορά το παιδί της. Παρατήρησε πώς αλλάζει το πρόσωπό της, πώς μαλακώνουν οι εκφράσεις της. Είναι λες και γίνεται ένας άλλος άνθρωπος, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Παρατήρησε τον πατέρα. Τα μάτια του γεμίζουν με δάκρυα που προσπαθεί να κρύψει. Είναι υπεύθυνος πια κι αυτός για το παιδί του. Το βλέμμα αυτό δε θα χαθεί με τα χρόνια. Θα συνεχίσει να είναι εκεί, να κρύβει την ανησυχία, το φόβο, την υπερηφάνεια. Μα πάντα, πάνω απ’ όλα, να δείχνει την αγάπη. Μια αγάπη που δε χρειάζεται να εκφραστεί με βαρύγδουπες εκφράσεις και λόγια. Βρίσκεται εκεί. Σε μια ματιά.
Όχι, τα μάτια δεν αλλάζουν. Τ’ αγαπάμε περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με το βλέμμα τους, ανάλογα με το συναίσθημα που μας βγάζουν. Κάποιες φορές, ανάλογα και με το συμφέρον μας. Θέλει κότσια για να μπούμε στη θέση του άλλου και ν’ αποκωδικοποιήσουμε τη ματιά του. Να καταλάβουμε τι κρύβει πίσω από ένα επιφανειακά «ψυχρό» ή «χαμογελαστό» βλέμμα. Όταν όμως το καταφέρουμε, θ’ αρχίσουμε να κοιτάμε τα πάντα με διαφορετική ματιά. Αυτή των άλλων. Και κάπως έτσι, θ’ αποκτήσουμε ενσυναίσθηση. Θα σταματήσουμε να εστιάζουμε στο χρώμα και θ’ αρχίσουμε να ερμηνεύουμε το βλέμμα.
Έτσι κι αλλιώς, όπως μας τραγουδάει και ο Γεράσιμος Ανδρεάτος «Xρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε».
Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Κωνσταντουδάκη: Σοφία Καλπαζίδου