H K. μας εμπιστεύτηκε την ιστορία της για να την κάνουμε διήγημα!
Μια αποκλειστική και προσωπική eBook έκδοση για να μείνει ο έρωτάς σας στην αιωνιότητα.
Your Stories Exclusive: Κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό δώρο.
Απόκτησε σήμερα το δικό σου εδώ.
Εν αρχή there were butterflies…
Δεν ξέρω αν θα προτιμούσα ο S να ‘ναι πιλότος. Ίσως αν ήταν να το είχα πάρει απόφαση ότι δε θα τον έβλεπα ποτέ. Ο S, όμως, για τους πολλούς τουλάχιστον, είναι ένας golden boy -από αυτά που δουλεύουν πολύ, ζούνε λίγο κι είναι πάντα on the edge of “sanity” and “insanity”.
Για μένα, όμως, ο S είναι ένα πολύ γλυκό μωρό, που είναι παντού και πουθενά. Που δεν ανοίγεται, που δεν αφήνεται, που δεν απολαμβάνει τη σιωπή μιας αγκαλιάς, μαζί μ’ ένα κομμάτι κέικ σοκολάτας (όταν αυτό βγαίνει ζεστό απ’ το φούρνο) και που κατά τα άλλα θέλει να ζήσει μια «συνηθισμένη ζωή», όπως την αποκαλεί.
Σε μια άλλη ζωή, ίσως.
Σε αυτή τη ζωή, ζει σε μια αρχιεπισκοπή η οποία απαρτίζεται απ’ τον αδελφικό του φίλο (έναν παπά), τον κουμπάρο του (του οποίου έχει βαφτίσει το παιδάκι -γιατί ο S έχει έρωτα με τα παιδιά) και την αδελφή του (άλλη μεγάλη του αγάπη) που έχει κι αυτή έναν έρωτα. Και, κάπως έτσι, είναι όλοι εκεί, πάντα μαζί. Και μέσα σε αυτόν τον πυρήνα αγάπης ο S κάνει deals, cigars και calls. Ατελείωτα calls, που κι αυτά θα τα εντάξει στη “normal” του ζωή. Ξέρεις, εκείνη που θα αποκτήσει some day.
Μέχρι τότε βέβαια ούτε λόγος να γίνεται για προσωπική ζωή, πόσο μάλλον φυσιολογική. Άπαπα, τι συζητάμε τώρα! Όταν τοποθετείς τα θεμέλια του μέλλοντός σου, δεν κάθεσαι να σκεφτείς τι χρώμα θα το βάψεις όταν πια έχει πάρει την τελική του μορφή. Όλα στην ώρα τους. Κατά τον S πάντα, έτσι. Εμείς βρισκόμαστε in between trips, κι αυτό με πολλή προσπάθεια (κυρίως απ’ την πλευρά μου). Και τι να κάνω;
Γιατί, είπαμε, είχα πακετάρει κι εκείνα τα butterflies απ’ το νησί και δεν ξέρω τι να τα κάνω. Είναι μέρες –βασικά, κυρίως νύχτες– που μου μιλάνε αυτές, που μου φωνάζουνε tο open the window and set them free, κι άλλες που απλά φωνάζουν το όνομά του κι εγώ κάθομαι και τις ακούω. Τώρα γιατί κάθομαι εγώ κι ακούω πεταλούδες είναι μια άλλη ερώτηση, στην οποία απάντηση φυσικά δεν έχω πάρει. Καμία φορά σκέφτομαι μήπως μου ‘χει κάνει μάγια (που χλωμό το κόβω με τόσο εκκλησιαστικό background) κ άλλες πάλι, μήπως είναι τελικά είναι μαγεία όλο αυτό;
Κι ύστερα ήρθαν the bees…
(ο S, πάλι, ποτέ)
You know how, when you’ve just gone through a break up, you don’t, even remotely, want to see anyone or do anything that requires getting dressed and faking smiles? Well, that was me, last summer. I had just gotten out of a relationship and the last thing I was in the mood for was attending a colleague’s wedding, on a romantic Greek island. A promise is a promise, though, and since I always fancied the groom deep down, there I was. Hey, at least the hotel was nice so it wasn’t a total drag.
I figured that it was a good chance to catch up on my reading. Worst case scenario, I might actually relax enough to forget everything that had been getting me down. And somewhere among those thoughts, the universe picked up on something and decided to have a go at me as well. But, we’ll get there, too. So, I took my book and strolled down to the pool, intent on getting some of that much needed R&R. Until I saw him, that is.
Incredibly sexy, a bit of a geek, wearing a Yale T shirt (like, who in their right mind does that on a Greek island, right?), with a touch of arrogance (which was nicely disguised under the most charming smile ever, naturally), wearing a peachy-orange swimming suit. I don’t like peaches, nor am I usually all that into geeks, so why couldn’t I take my eyes off this one? It was a curious point to ponder while turning the pages of the book I was supposedly reading. Playing it cool. Just about as cool as an ice cream cone slowly melting in the summer sun.
He, on the other hand, looked busy -like truly busy- not pretending to be busy like yours truly. How many times had I actually read the same page thinking about how badly I wanted to talk to him? Or maybe a bit more than just talk… He was the perfect distraction, placed right there in front of me to taunt me.
“Good girls never talk to strangers”, mom always said. Then again, good girls never make history either. Marilyn Monroe said that one, and who am I to doubt her? So I chose to ignore mama dearest, and take a page out of Marilyn’s book instead. I took a deep breath, stood up and decided to try my luck; good or bad, come what may – I would soon find out.
“Hello nice to meet you” I said, my heart pounding so hard, I could barely hear my own voice let alone his.
“Do we know each other from somewhere?” I think that was his response anyway; I couldn’t concentrate on much other than his face and the fact that I felt like there was a marching band in my chest.
“From today.” (now that was one hell of a femme fatal line, I’m still proud of it) I replied and when he looked at me and smiled, my heart actually stopped. I mean, complete and utter silence, as if the universe had hit the pause button.
I’m not sure I remember much of the conversation which followed as my concentration levels had reached a record low, but he was an amazing flirt (as if he had done this a million times before; and very successfully). I do remember the highlights, of course. He had just gotten out of a relationship as well (I didn’t ask why. Naturally. I was still playing it cool, hello!) and he had actually gone to Yale (which explained the ridiculously out of place t-shirt). As if that was the (only) problem; or a problem at all.
The real problems came later but that day I was too excited to think about problems. So off I went to make myself pretty for the upcoming wedding night, hoping to meet the peach of my dreams (cute little pet name, huh? I thought so) again – and maybe take a bite or two. There was something about him; something appealing on a chemical level, something that drew me to him. As if, after seeing him, the only thing I could really think about was getting him alone somewhere, with the least possible amount of clothing and the most possible contact.
I’m not sure if they teach lovemaking at Yale, and if they do what’s in the lesson plans, but it was as if he had a doctorate in bringing pleasure. Hey, I only went to Cambridge and the curriculum sure as hell had not taught me anything close to what I experienced with him. From the moment he touched me, S introduced me to a world I didn’t know it even existed. A whole other dimension, where desire takes over your whole being and makes you tremble, where your mind goes blank and you forget everything you know until then and you wake up in a new world where it’s just you and your butterflies.
So I packed my butterflies and flew back to London, which is my home and S’s on paper, because I soon found out that S actually lives in the sky.
Η μαγεία εκείνου του πρωινού που τα μάτια μου πέσανε πάνω στα δικά του, ή εκείνης της νύχτας που με πήρε όπως κανένας άλλος πριν, παίζοντας τις χορδές μου, φτάνοντάς με σε αποκορύφωμα που δεν είχα φανταστεί καν ότι υπήρχε. Ίσως, τελικά, να είναι εκείνο το μαγικό που κάνει και του χαμογελάω πάντα χωρίς λόγο, ακόμα κι όταν με θυμώνει, ακόμα κι όταν έχει εξαντλήσει όλες μου τις αντοχές, ακόμα κι όταν θέλω απλά να τον πνίξω για να έχω μια δικαιολογία να σταματήσω να τον σκέφτομαι. Έλα όμως που το murder one δεν είναι option, μιας κι ακόμα και τις λίγες φορές που τον βλέπω με κάνει happy. Έτσι απλά, και totally effortlessly.
Γι’ αυτό του γράφω κι αυτές τις γραμμές που θα τις διαβάσει κάπου μακριά μου, για να του πω ότι είναι ένα ασυνήθιστα χαρισματικά μωρό που δε βγαίνει απ’ τις σκέψεις μου. Να μάθει ότι από τότε που μου έδειξε εκείνη τη φωτογραφία με τον μικρό, η ίδια όμορφη εικόνα έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό μου.
Παίζει σαν σκηνή από ταινία στο νου μου: Αυτός σε μερικά χρόνια, δίπλα σε μια πισίνα να κάνει τα αγαπημένα του calls. Ξαφνικά ένα αγοράκι τρέχει κοντά του και μαζί αγκαλιά αρχίζουν να ξεφυλλίζουν ένα ωραίο βιβλίο που μιλάει για ένα παιδί που μετράει τα άστρα μαζί με τα όνειρά του.
Ένα βιβλίο που θέλω να πει στο μικρό που κάθεται στην αγκαλιά του ότι του το είχε δώσει κάποτε μια κοπέλα. Μια κοπέλα που, όσο ο μπαμπάς του έψαχνε να βρει την ευτυχία σε λάθος μονοπάτια, ήταν εκεί μπροστά του, somewhere between “sanity”and “insanity”, με κάτι butterflies αγκαλιά, να περιμένει πότε θα έρθει αυτός to wrap her in his arms once and for all.
Κ.