Η Νεφέλη μας εμπιστεύτηκε την ιστορία του για να την κάνουμε διήγημα! Μια αποκλειστική και προσωπική eBook έκδοση για να μείνει ο έρωτάς σας στην αιωνιότητα.
Your Stories Exclusive: Κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό δώρο.
Απόκτησε σήμερα το δικό σου εδώ.
Ήταν καλοκαίρι –συγκεκριμένα Αύγουστος του ‘15- κι η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται αποπνικτική. Ένα βράδυ, η Νεφέλη βρισκόταν στην παραλία Παντελεήμονος περιμένοντας ένα φίλο της, τον Θάνο, που της είχε πει ότι θα περνούσε μια βόλτα από εκεί.
Όταν η Νεφέλη είδε από μακριά τον Θάνο να έρχεται, παρατήρησε πως δεν ήταν μόνος του, αλλά είχε έρθει με κάποιον άλλον που δε γνώριζε. Το γεγονός αυτό δεν την παραξένεψε καθόλου, αφού ήταν χρόνια φίλη με το Θάνο κι έτσι ήταν συχνό φαινόμενο να γνωρίζει ανθρώπους απ’ τον κύκλο του.
Μόλις ο Θάνος κι ο άγνωστος φίλος του την πλησίασαν, ο Θάνος χαιρέτησε τη Νεφέλη κι αμέσως έγιναν κι οι απαραίτητες συστάσεις. «Νεφέλη, από εδώ ο Αχιλλέας». «Χαίρω πολύ», είπε η Νεφέλη κι έδωσε το χέρι της ευγενικά!
Τα αγόρια κάθισαν μαζί με τη Νεφέλη και άρχισαν να μιλάνε. Όλα κυλούσαν φυσιολογικά, χωρίς ίχνος αμηχανίας! Δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο από μια παρέα που έλεγε αστεία, γελούσε και περνούσε ήσυχα τη βραδιά της.
Ο Αχιλλέας μιλούσε στη Νεφέλη για τη ζωή του δίνοντάς της να καταλάβει κάποια πράγματα για εκείνον κι εκείνη φαινόταν να τον παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Όλο το βράδυ προχώρησε κάπως έτσι.
Την ώρα που ετοιμάζονταν να φύγουν, ο Αχιλλέας την πλησίασε και της έσφιξε το χέρι με έναν τρόπο πολύ περίεργο. Έναν τρόπο που έβαλε τη Νεφέλη σε σκέψεις. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε καταλάβει καλά, επομένως έβαλε αυτή της τη σκέψη στην άκρη και του χαμογέλασε.
Τις επόμενες μέρες η Νεφέλη έβλεπε συνεχώς τον Αχιλλέα. Από εκεί που δε γνώριζε καν ποιος είναι, τώρα τον συναντούσε σε καθημερινή βάση. Άρχισαν να μιλάνε συνεχώς και για πολλές ώρες. Η επικοινωνία τους δεν ξεπερνούσε ποτέ το «φιλικό» κομμάτι, όμως πολλές φορές δεν έλειπαν απ’ τη συζήτηση τα υπονοούμενα που ο Αχιλλέας πετούσε, πάντα συνοδευόμενα από ένα χαμόγελο.
Μιλούσαν για τα πάντα. Ώρες ατελείωτες να μιλάνε ο ένας στον άλλον κι ο ένας για τον άλλο. Το ένα θέμα να διαδέχεται το άλλο και ποτέ να μην τελειώνουν τα θέματα συζήτησης. Κάθε συζήτηση ήταν κι ένα μυστήριο γι’ αυτούς τους δυο. Είχαν τόσα κοινά ενδιαφέρονται και μιλούσαν με μανία. Σαν να προσπαθούσε ο ένας να στραγγίξει απ’ τον άλλο κάθε σταγόνα γνώσης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έχαναν την αίσθηση του χρόνου κι αναγκάζονταν να βάλουν μια άνω τελεία στις κουβέντες τους γιατί «Πέρασε πολύ γρήγορα η ώρα».
Κι ενώ αυτή η επαφή είχε γίνει πια καθημερινή συνήθεια, το ένα έφερε το άλλο κι ένα βράδυ του Σεπτέμβρη που ήταν μαζί στο αυτοκίνητο, εκείνος την κατέβασε –σχεδόν με τη βία– και της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα. Τότε, η Νεφέλη πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν είναι ότι δεν το περίμενε, όμως το φιλί αυτό ήταν γεμάτο θέληση και κότσια. Ήταν ένα φιλί που φώναζε «Σε θέλω σαν τρελός».
Πριν προλάβει η Νεφέλη να καταλάβει τι έχει γίνει, ο Αχιλλέας στήνοντάς την πάνω στο αυτοκίνητο την έκανε δική του, χωρίς να αφήσει περιθώρια. Άλλωστε, ήξερε πως κι εκείνη το ήθελε σαν τρελή.
Οι κινήσεις τους είχαν κάτι το επείγον. Ο ένας άγγιζε τον άλλον με μανία. Έμοιαζαν σαν να πολεμάνε με τον πιο ερωτικό τρόπο κι ο ένας ήθελε να καταπιεί τον άλλον απ’ το πάθος της στιγμής.
Όταν τελείωσαν, έμειναν για λίγο αγκαλιά. Δεν είπαν τίποτα. Δεν πρόφεραν ούτε λέξη. Μόνο οι βαριές ανάσες τους ακούγονταν… Κουρασμένες, μα τόσο ευχαριστημένες ταυτόχρονα.
Οι επόμενοι μήνες πέρασαν ονειρικά. Μιλούσαν συνέχεια, βρισκόντουσαν, έκανα όνειρα μαζί, αφιέρωναν τραγούδια μεταξύ τους κι έκαναν έρωτα όπου μπορεί να φανταστεί ο νους δυο ερωτευμένων ανθρώπων. Η Νεφέλη δε χόρταινε να ακούει τη φωνή του, να τον αγγίζει και δε σταματούσε να αφήνει ελεύθερο το βλέμμα της πάνω του. Δε χόρταινε να τον κοιτάζει. Είχε μεγάλο θαυμασμό προς το άτομό του. Θαύμαζε την προσωπικότητά του, θαύμαζε την ευφυΐα του και λάτρευε τα χέρια του!
Ο Αχιλλέας είχε αυτό που λέμε «το πακέτο». Ήταν έξυπνος, τρυφερός και κυρίως της ταίριαζε. Ο «Κύριος Τέλειος». Είχε μεγάλη ανάγκη από κάτι που –τουλάχιστον, αυτή τη φορά– δε θα ήταν μέτριο.
Αυτή η τελειότητα, δυστυχώς, ήταν φαινομενική. Η σχέση αυτή είχε ένα μεγάλο παγόβουνο να έρχεται κατά πάνω της. Η Νεφέλη το γνώριζε αυτό κι είτε από επιλογή της είτε απ’ τον ανυπέρβλητο έρωτά της, προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, πράγμα που δεν αναιρούσε αυτό που θα συνέβαινε. Ο Αχιλλέας έπρεπε να παντρευτεί!
Όταν ο Αχιλλέας γνωρίστηκε με τη Νεφέλη, είχε ήδη σχέση με κάποια που ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος. Όταν εκείνος αρραβωνιάστηκε με την άλλη λέγοντάς στη Νεφέλη ότι δεν μπορούσε να ακυρώσει τον αρραβώνα, εκείνη δεν είπε τίποτα, παρά συνέχισε να είναι μαζί του, αψηφώντας τα πάντα.
Μήνας Δεκέμβρης. Τέσσερις μήνες μετά τη γνωριμία τους, ο Αχιλλέας παντρεύεται με πολιτικό γάμο. Δεν είχε αλλάξει τίποτα μεταξύ τους! Ακόμα και λίγο πριν μπει στο δημαρχείο η Νεφέλη ήταν η συντροφιά του στο τηλέφωνο…
Λίγες μέρες αργότερα η γυναίκα του Αχιλλέα γέννησε την κόρη τους. Ακόμα κι εκείνο το βράδυ μαζί το πέρασαν. Έκαναν έρωτα σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο πέρα απ’ το πάθος τους!
Η ζωή, όμως, είχε άλλα σχέδια γι’ αυτούς! Τα πράγματα σίγα-σιγά άρχισαν να αλλάζουν δραματικά. Ο Αχιλλέας δεν ήταν πια ένας εργένης, που είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του. Ο ρόλος του πατέρα και του συζύγου άλλαξαν τη ζωή του σε μεγάλο βαθμό. Τριάντα χρονών παλικάρι έπρεπε, ξαφνικά, να αρχίσει να ζει μια μέτρια ζωή γεμάτη άγχος και καθόλου προσωπικό χρόνο.
Κι η Νεφέλη πάντα εκεί να τον κοιτάζει από μακριά να γερνάει μέρα με τη μέρα και περισσότερο και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σωπαίνει.
Δεν είχε χρόνο πια κι η γυναίκα του δεν τον άφηνε ποτέ να ηρεμήσει. Τον έτρεχε συνεχώς σε ψώνια, εξόδους, διακοπές. Εκείνος να τρέχει για να μην της λείψει τίποτα κι αυτή να μην ικανοποιείται ποτέ και να βολεύεται που κάποιος άλλος τρέχει για εκείνη.
Προσπαθούσε, συνεχώς, να τον αλλάξει! Να τον κάνει κάτι άλλο από αυτό που είναι. «Αυτό είναι άδικο», σκεφτόταν η Νεφέλη. «Όταν αγαπάς κάποιον, τον αγαπάς γι’ αυτό που είναι κι όχι για αυτό θέλεις να είναι». Εκείνη μπορούσε να τον αγαπήσει με τέτοιο τρόπο και το ήξερε. Δεν μπορούσε, όμως, να ζητήσει τίποτα περισσότερο. Γνώριζε τη θέση της…
Όταν άρχισαν να μειώνονται τα τηλεφωνήματα, μηνύματα κι οι συνευρέσεις τους, η Νεφέλη ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να γίνει. Όσο κι αν ο Αχιλλέας της έλεγε πως δεν πρέπει να χωρίσουν, αυτή είχε μπουχτίσει. Δεν μπορούσε άλλο να ζει μόνο στη δεύτερη ζωή του Αχιλλέα.
Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό της να σκέφτεται εκείνον με τη γυναίκα του να κάνουν έρωτα και δεν μπορούσε να ελέγξει το θυμό της. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται να κάνει έρωτα με κάποια άλλη πέρα απ’ την ίδια… Πώς γίνεται να τη φιλάει; Να την αγκαλιάζει με τα ίδια χέρια που αγκαλιάζει τη Νεφέλη…
Η Νεφέλη δεν άντεχε άλλο να μοιράζεται τον άνθρωπό της με κάποια άλλη.
Τράβηξε καιρό αυτή η ιστορία… Δυόμιση χρόνια αφιέρωσε απ’ τη ζωή της να τον περιμένει και να είναι πάντα παρούσα όταν εκείνος τη χρειαζόταν! Όμως, ο έρωτας κάποια στιγμή έσβησε. Κάθε όνειρο χάθηκε. Όσο κι αν επέμενε ο Αχιλλέας ότι είναι ερωτευμένος μαζί της, εκείνη είχε τελειώσει μαζί του.
Θυσίασε, λοιπόν, κάθε συναίσθημά της για εκείνον, τον άφησε κι έφυγε μακριά του. Κι όταν γύρισε πίσω της να κοιτάξει, κατάλαβε κάτι που μέχρι τότε αγνοούσε: Κάποιες φορές για χάρη της αγάπης, πρέπει να θυσιάσεις ό,τι πολυτιμότερο έχεις. Ακόμα κι αν αυτό είναι η ίδια η αγάπη!