Η Δέσποινα μας εμπιστεύτηκε την ιστορία του για να την κάνουμε διήγημα! Μια αποκλειστική και προσωπική eBook έκδοση για να μείνει ο έρωτάς σας στην αιωνιότητα.
Your Stories Exclusive: Κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό δώρο.
Απόκτησε σήμερα το δικό σου εδώ.
«Ήσουν, ρε διάολε, το πιο σωστό μου λάθος!». Το είχε πάρει κάπου το μάτι της κάποτε. Η πρώτη της σκέψη, θυμάται ακόμα, ήταν: «Πόση τηλεόραση βλέπουν κάποιοι άνθρωποι;». Ποιος ξέρει αν υπάρχει Θεός, κάρμα ή μοίρα. Ένα πάντως είναι σίγουρο, εκείνη τη μέρα, κάποια ανώτερη δύναμη την παρακολουθούσε -και ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Αύγουστος 2013.
Αν γυριζόταν σε ταινία η ζωή της, θα είχε φόντο γκρίζο και θα έβρεχε ακατάπαυστα. Μόλις 20 χρονών, κοριτσάκι ακόμα, βρισκόταν στη μέση του κυκλώνα, σε μια δουλειά σκέτο μαρτύριο, να προσπαθεί να σώσει οτιδήποτε κι αν σωζόταν από μια οικογένεια και μια ζωή υπό διάλυση. Μαζί και τον ίδιο της τον εαυτό. Ήξερε καλά πως κι η ίδια ήταν στα πρόθυρα να την καταπιεί αυτό το μαύρο σύννεφο, που είχε εγκατασταθεί στο σπίτι της. Αν κάτι δεν άλλαζε και μάλιστα σύντομα, ήταν κι αυτή καταδικασμένη να ζήσει μια ζωή ζωντανού νεκρού, όπως ακριβώς όλοι οι υπόλοιποι γύρω της.
Και, καμιά φορά, οι πιο φαινομενικά ασήμαντες αλλαγές είναι και οι πιο καθοριστικές. Ξεκίνα με τα μικρά, λένε. Δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να βρει νέα δουλειά. Νέα θέση εργασίας, σε ένα νέο τομέα, με νέες απαιτήσεις και νέα πρόσωπα να την περικυκλώνουν. Ο ενθουσιασμός κι η όρεξη για δουλειά δεν της έλλειπαν και γρήγορα βρέθηκε απ’ την εισπρακτική εταιρεία που εργαζόταν, σε πόστο στο TGI Friday’s στη Μαρίνα Φλοίσβου.
Δεν ήταν εύκολη η μετάβαση· δεχόταν αμέτρητες πληροφορίες καθημερινά, μαζί με όλα τα νέα πρόσωπα που ήταν περαστικοί στην καθημερινότητά της. Κάποια, όπως είναι φυσικό, χάνονταν στο χάος. Το πρόβλημα παρουσιάζεται, όμως, όταν αυτή η πληροφορία προέρχεται απ’ τον νέο προϊστάμενό σου. Τι ήταν αυτό που της είχε πει; Τι ήθελε να κάνει; Της είχε αναθέσει κάτι και δεν το έκανε. Μα, τι χαμόγελο είναι αυτό. Το μυαλό της θρύψαλα, όποτε και να της μιλούσε, έχανε κάθε συνειρμό. Έχανε την ίδια τη γη κάτω απ’ τα πόδια της.
Ξέρεις, εκείνες τις στιγμές που σταματά ο χρόνος κι όλη σου η ύπαρξη σαν να ταλαντεύεται στην άκρη μιας καρφίτσας; Κάπως έτσι ένιωσε η Δέσποινα όταν της χαμογέλασε ο κ. Γιάννης, ο προϊστάμενός της. Ακόμα και κάνοντας παρατήρηση, είχε εκείνο το υπέροχο χαμόγελο.
Κάθε μέρα, όπου κι αν γυρνούσε το κεφάλι της, αυτός εκεί. Το χαμόγελο εκεί, στα χείλη του όποτε συναντιόνταν τα βλέμματά τους. Της κατέκλυζε το μυαλό ο Γιάννης· ήταν μονίμως στη σκέψη της κι ακόμα κι όταν δεν ήταν στη δουλειά, τον σκεφτόταν. Η σχέση που είχε ως τότε, βαλτωμένη και φανερά πια οδεύοντας προς το τέλος της, έληξε στο μυαλό της Δέσποινας μια νύχτα του Σεπτεμβρίου, με ένα απλό, τυπικό κι ανούσιο μήνυμα. Ένα «Επ, τι κάνεις εσύ;» κι αυτό ήταν· συνειδητοποίησε ότι το μυαλό κι η καρδιά της ήταν, άνευ όρων, παραδομένη σ’ αυτόν. Δεν μπορούσε να προδώσει τον άνθρωπο που της είχε σταθεί, που είχαν ζήσει μαζί χίλιες στιγμές, όμως. Η αδυναμία του Γιάννη σε αυτήν κι ο έρωτας που είχε γεννηθεί στη Δέσποινα γι’ αυτόν μπήκε σε ένα κουτάκι στο μυαλό. Θα το καταπολεμούσε. Όσο μπορούσε.
Και κάπου εκεί το «Πόση τηλεόραση βλέπουν κάποιοι άνθρωποι;» ήρθε να τη χαστουκίσει υποτιμητικά κι ανελέητα. Στη δουλειά, όμως, μπορούσε να τον βλέπει χωρίς να νιώθει ενοχές. Μπορούσε να περνά χρόνο μαζί του, χωρίς να προδίδει κανέναν. Οι μέρες της από εκεί και πέρα έλαμπαν απ’ τη θύμηση του χαμόγελού του κι οι νύχτες της μύριζαν μόνο το άρωμά του. Νοητά και μόνο. Έγινε η πιο πρόθυμη υπάλληλος, δουλεύοντας υπερωρία στην υπερωρία για να τον βλέπει και να περνά όσο περισσότερο χρόνο μαζί του μπορούσε. Κι, έτσι ξαφνικά, ήρθε η μετάθεσή του.
Δύο ώρες χρειάζονταν μόνο για να παραδώσει κάθε απομεινάρι θέλησης να μείνει μακριά του. «Ήταν κεραυνός στης ψυχής μου τη γαλήνη, έχει μείνει χαραγμένη στα εσώψυχά μου η νύχτα εκείνη. Ήμασταν δυο ώρες μαζί, μου φάνηκαν αιώνες. Ήταν αθώες οι στιγμές δίχως κανόνες», όπως λέει κείνο το τραγούδι, που δε σταμάτησε στιγμή να παίζει στο μυαλό της. Και στο τέλος της βραδιάς, ευχή και κατάρα τα λεπτά στην αγκαλιά του. Δύο ώρες που σφράγισαν τα αισθήματά της κι ό,τι έμελλε να συμβεί και μετά. Γιατί εκεί μπήκε κι η τελεία στη σχέση της. Μέσα της τουλάχιστον.
Πώς να αντέξει, άλλωστε, να την αγγίξει άλλος; Πώς, αφού δε θα ήταν ο Γιάννης; Οι σκοτεινές της μέρες, αυτές που αναζητούσε απεγνωσμένα κάτι να την κάνει ευτυχισμένη, μια διέξοδο απ’ τη μίζερη καθημερινότητά της, είχαν τελειώσει. Μια επιλογή, μια αλλαγή, μια απόφαση και γύρισε το σύμπαν της πάλι σε ορθή θέση. Και στη μέση όλων, ο Γιάννης κι εκείνο το βράδυ. Εκείνο που επιτέλους πήρε αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσε κάθε φορά που τον έβλεπε να χαμογελά.
Rewind. Θραύσματα εικόνων έτρεχαν σε playback, σαν ταινία στο μυαλό της, κάθε φορά που της έλλειπε. Τελείωσε η σεζόν και, ως είθισται, μαζεύτηκαν όλοι οι συνάδελφοι για ένα τελευταίο ποτό. Ο Γιάννης εκεί, με όλους τους άλλους, κι ας μην έβλεπε όλο το βράδυ κανέναν άλλον η Δέσποινα. Φεύγει κι είναι στο παρκινγκ, μέσα στο αυτοκίνητό της. Ψάχνει τα κλειδιά της και χτυπά το κινητό. «Πού είσαι;», ρωτά η φωνή στο ακουστικό. Και πριν προλάβει καλά-καλά να κλείσει, είναι στην πόρτα του συνοδηγού και της χτυπά το παράθυρο αυτός. Μπαίνει στο αυτοκίνητό της, το δικό του παρκαρισμένο πιο πίσω. Δεν έχουν σημασία οι λέξεις που ειπώθηκαν –ο ήχος δεν έχει καμία ουσία στην ανάμνηση– δεν άκουγε, χτυπούσε η καρδιά της τόσο δυνατά στα αφτιά της. Fast forward και μετά slow motion. Σκύβει μπρος και τη φιλάει. Pause. Τα χείλη του πάνω στα δικά της. Και μένει εκεί -ολοκληρωτικά δικιά του.
Δύο μήνες ζούσε για τη νύχτα. Για τις ώρες που θα τον έβλεπε, που θα περνούσαν χρόνο μαζί, που θα μπορούσε να φιλήσει πάλι τα χείλη που τόσο ερωτεύτηκε. Να τον δει να χαμογελά. Νυχτερινά μηνύματα και συναντήσεις βραδινές. Μυστικοπάθεια, σκαμπανεβάσματα στη διάθεση, εκκωφαντική σιωπή. Πάθος στα σκοτεινά. Απότομες συμπεριφορές. Κι όλα μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Ορκισμένη ομερτά, να μη μαθευτεί και τους το χαλάσουν. Με τον Γιάννη πλέον σε άλλο κατάστημα, η δουλειά ήταν μαρτύριο και δεν περνούσε η ώρα αρκετά γρήγορα μέχρι να τον ξαναδεί. Αυτός δεν ήταν εκεί, αλλά οι πληροφορίες που αναζητούσε για να ηρεμήσει την όλο και αυξανόμενη ανασφάλεια για τη συμπεριφορά του, έρχονταν καθημερινά απ’ τους «έμπιστους» φίλους της.
Μόνο στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων δε βγήκε το special για τη σχέση τους και τα αισθήματά της. Δυο μήνες μετά από αυτό το πρώτο τους φιλί, αποφάσισε ο Γιάννης το λήξει. Δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη, έλεγε. Την αγαπούσε, αλλά δεν μπορούσε να της δοθεί ολοκληρωτικά, όπως αυτή. Και κάπου εκεί ο φόβος, ο εγωισμός, ο πόνος του παρελθόντος κι η αβεβαιότητα έγιναν τέρατα και κατασπάραξαν την ομορφιά που είχε ξεκινήσει να ανθίζει.
Με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα πολέμησε μέρες η Δέσποινα. Να τον φέρει πάλι κοντά της, να απολογηθεί, να τον παρακαλέσει να μην την αφήσει. Να προσπαθήσουν μαζί να κλείσουν τους δρόμους που είχαν ανοίξει ανάμεσά τους. Κι αφού δε συμφωνούσε να της μιλήσει, αφού δεν μπορούσε να τον δει, ξεχύθηκε όλο της το είναι, όλα της τα συναισθήματα σε ένα μήνυμα. Το τι έγραψε, ένα χαοτικό σύννεφο λέξεων στο μυαλό της, ακόμα και καθώς το έγραφε. Αλλά η απάντησή του ήταν αυτό που έμελλε να μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό της για πάντα. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, δεν έχω να προσθέσω κάτι, καλά να περνάς».
Το μήνυμα αυτό ήταν κι ο λόγος για άλλη αλλαγή. Έπεσε πάλι σκοτάδι. Χειμώνας παντού, έξω και μέσα της, πάγος. Δεν έκλαψε. Δεν πόνεσε. Μόνο γέλασε. Δεν υπήρχε μέσα της κάτι άλλο από αυτό. Τελικά, όταν ραγίζει η καρδιά, καμιά φορά, έχει τον ίδιο ήχο με εισερχόμενο μήνυμα.
Οι μήνες πέρασαν, δύσκολα, αδιάφορα. Το προσπάθησε. Έκανε αποτυχημένες κινήσεις. Έρχονταν κι έφευγαν άνθρωποι. Τους έδιωχνε –συνειδητά κι ασυναίσθητα– από κοντά της. Όλους εκτός από έναν. Αυτός που πάντα ήταν δίπλα της, έμεινε εκεί. Αυτός που της στάθηκε, αυτός που την παρηγορούσε και τη φρόντιζε, της πρόσφερε μια άνοιξη. Αυτό που ζητούσε, αυτό που χρειαζόταν, η ηρεμία της, βρέθηκε εκεί, μπροστά της. Ο κολλητός της.
Μέσα σε λίγους μήνες αποφάσισαν να τραβήξουν για το συννεφιασμένο Λονδίνο. Τρία χρόνια αργότερα κι ο Γιάννης είχε γίνει μια μακρινή, επίπονη, αλλά ταυτόχρονα ευχάριστη ανάμνηση. Έμαθε από κοινούς γνωστούς ότι είχε επιστρέψει στην πρώην του και παρηγορήθηκε που αυτός ήταν ευτυχισμένος -κι ας μην ήταν μαζί. Η μετακόμισή της στο Λονδίνο υπήρξε ένας τρόπος διαφυγής απ’ την πόλη στην οποία ανέπνεαν τον ίδιο αέρα και ζούσαν σαν δυο άγνωστοι που γνωρίζονται πολύ καλά. Εξαιτίας του, όμως, ζούσε ένα από τα μεγαλύτερα όνειρα ζωής της.
Μέσα σε αυτό το κλίμα του έστειλε μήνυμα. Ήθελε να τον ευχαριστήσει. Λίγο οξύμωρο να ευχαριστείς κάποιον που σε σακάτεψε συναισθηματικά, που σε έκανε άνθρωπο πιο κρύο και πιο ρεαλιστή, που κατάφερε να σε προσγειώσει στην πραγματικότητα και να σου αλλάξει τελικά όλη σου τη ζωή. Δεν περίμενε κάτι να έρθει από αυτό. Δεν περίμενε να ανταποκριθεί ή να τον αγγίξει. Δεν περίμενε απάντηση. Σίγουρα δεν περίμενε το κείμενο που της έστειλε αμέσως ο Γιάννης. Ο πιο λακωνικός άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ η Δέσποινα, που στο τελευταίο του μήνυμα δήλωσε πως δεν είχε κάτι να προσθέσει, της έγραψε ένα κείμενο σαν εξομολογητήριο. Το «ευχαριστώ» της ανταποδόθηκε με μια ειλικρινή συγγνώμη και την εξήγηση που μήνες χρειαζόταν.
Λονδίνο αυτή, Αθήνα αυτός. Δεν κατάφεραν όμως ποτέ να αποκόψουν επαφές τελείως. Μιλούσαν από μηνύματα τακτικά κι, ακόμα και 1,5 χρόνο μετά τον χωρισμό τους, την επανασύνδεσή του με την πρώην του και τη μετακόμισή της στο Λονδίνο, είχαν ανάγκη να βρίσκονται ο ένας στη ζωή του άλλου.
Το ραντεβού δόθηκε για καφεδάκι, στις διακοπές της. Αυτό που ξεκίνησε, όμως, ως ένας απλός καφές μεταξύ δύο παλιών γνωστών, κατέληξε διαφορετικά. Καθώς την επέστρεφε σπίτι της, γεμάτος ανησυχία, την κοίταξε στα μάτια, με αυτό το τόσο γνώριμο του βλέμμα. Της είχε αλλάξει τη ζωή ήδη δυο φορές, τι ήταν άλλη μία, σωστά;
«Για εμένα δεν έχει τελειώσει τίποτα» της είπε. Έχετε δει κάτι ντοκιμαντέρ του National Geographic σχετικά με τα ηφαίστεια ανά τον κόσμο; Όπως εξερράγη το ηφαίστειο Tambora το 1815, έτσι ακριβώς εξερράγησαν και τα συναισθήματα που με τόσο κόπο είχε θάψει. Στον Λόφο Πανί, μόνο με το φως των αστερίων στον ουρανό πάνω τους, έκαναν έρωτα. Μετά από τόσα, μετά από τόσο καιρό χωριστά ήταν εξιλέωση, κάθαρση. Το χρωστούσαν στους εαυτούς τους.
Οκτώβριος, 2016.
Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, οι σκέψεις της Δέσποινας γυρνούσαν ξανά και ξανά στον Γιάννη. Επέστρεφε σπίτι, στον σύντροφό της. Αυτός ήταν το σπίτι της -ξεκάθαρα. Ακριβώς ό,τι χρειαζόταν στη ζωή της για να ζήσει ευτυχισμένα. Δεν ερωτεύτηκαν ποτέ ο ένας τον άλλον, αλλά αγαπήθηκαν βαθιά κι αληθινά μέσα από πολλές δυσκολίες. Ο Γιάννης ήταν ο μεγαλύτερος –και μοναδικός– έρωτας της ζωής της. Αλλά όχι η ευτυχία της. Γιατί, για αυτήν, η ευτυχία είναι η ηρεμία.
Καθώς προσγειωνόταν το αεροπλάνο, κατέληξε και το έληξε. Είχε γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της. Τον έζησαν όσο της το επέτρεψαν οι συγκυρίες. Αλλά πλέον δεν ήθελε άλλες αλλαγές. Ήθελε να ζήσει τη μικρή προσωπική της ευτυχία με τον άνθρωπο που ήρθε για να μείνει και το απέδειξε έμπρακτα.
Ο Γιάννης κι ο απόλυτος έρωτας που έζησε γι’ αυτόν αξίζει να τον θυμάται. Να μη φθαρεί ποτέ. Κι η ανάμνησή του αξίζει να μείνει για πάντα, όπως ακριβώς ήταν. Σαν τον μοναδικό ερώτα της ζωής της.