Ιούλιος μήνας κι έβρεχε καρεκλοπόδαρα. Περπάτησαν από Μοναστηράκι μέχρι Σύνταγμα για να φτάσουν στο σημείο που όρισαν να βρεθούν. Η Ιωάννα θα συναντούσε ένα φίλο της που κατέβηκε από Θεσσαλονίκη για ένα φεστιβάλ με δυο άλλα παιδιά.
Τραβολογούσε και τη Δήμητρα μαζί καιρός που ήταν. Παραπονιόταν αυτή μες το χαμό. Ο κόσμος να τρέχει βιαστικός, να χώνονται οι περισσότεροι κάτω από στέγαστρα, η μάσκαρα να έχει κατέβει μέχρι το πηγούνι, κατάντια, το μαλλί βρεγμένο, τα ρούχα το ίδιο. Και τότε τον είδε. Αυτόν που όλοι ψάχνουμε να βρούμε.
Τον αναγνώρισε 10 μέτρα μακριά, κάτω από μια μαρκίζα. Ο άνθρωπός της. Δε γίνεται να κάνει λάθος. Για μερικά δευτερόλεπτα κόλλησε τα μάτια της στα δικά του χωρίς καν να κουνάει τα βλέφαρα. Εκείνος χαμογέλασε ή της φάνηκε; Ψέλλισε το όνομα της Ιωάννας λες κι ήθελε να της πει ότι τον βρήκε, να της φωνάξει ότι τελικά οι βροχές δεν παύουν το καλοκαίρι. Την αναζήτησε λίγα μέτρα πίσω μα δεν την είδε. Ξαναγύρισε το κεφάλι σε ‘κείνον, να μην τον χάσει, να μην της φύγει. Η Ιωάννα είχε πέσει στην αγκαλιά του και έλεγε πόσο της είχε λείψει. Κι εκείνος λίγο πάνω από τον ώμο της να καρφώνει τη Δήμητρα.
Με ιδρωμένα χέρια και βρεγμένα από τη βροχή, ακολούθησαν οι κλασικές συστάσεις. Χαμογέλασαν κι οι δύο αυθόρμητα σαν να υπόσχονταν πολλά ο ένας στον άλλον. Περπατούσαν προς το μετρό και μπουμπούνιζε έξω, το ίδιο με το μέσα τους. Η καρδιά να σπάσει. Το κορμί να τρέμει. Εκείνος λες κι άκουγε την καταιγίδα μέσα της, χωρίς να πει τίποτα στάθηκε δίπλα της και της κράτησε σφικτά το χέρι. Κοιτάχτηκαν μόνο. Ένας ξένος που της κρατούσε το χέρι και που φαινόταν τόσο οικεία γνώριμος.
Έφτασαν Νέα Σμύρνη σε είκοσι λεπτά. Ο καφές του καλωσορίσματος στην επαρχία φάνηκε να είναι περισσότερο καφές για τους δυο τους. Το ποιοι ήταν στο τραπέζι τούς ήταν παγερά αδιάφορο. Το χαμόγελό του θα τη στοιχειώνει για πάντα, το ήξερε καλά. Το άρωμά του θα τη συνόδευε παντού. Η αύρα του την είχε ήδη φυλακίσει.
Έφτασαν μούσκεμα στο σπίτι της Ιωάννας και μεθυσμένοι από το χορό της καψούρας. Τις αναστολές τις κλείδωσαν έξω από την πόρτα και κρατήθηκαν ο ένας από τα μάτια του άλλου. Τη φίλησε και κοιμήθηκαν για ώρες. Λέξεις ελάχιστες μετά το φιλί, ήταν περιττές, άσκοπες και δε χωρούσαν εκεί.
Η Δήμητρα ξύπνησε κι έφυγε για το σπίτι της. Θα τον συναντούσε ξανά το βράδυ στη συναυλία.
Ντυμένη προσεγμένα μα χωρίς λούσα και κορδέλες. Τόσο όσο να την ερωτευτεί. Τόσο όσο κι αυτή να μη χάσει άλλο χρόνο μακριά του. Κόσμος πολύς, μουσική, φώτα. Μα όπως την αγκάλιασε έμοιαζε να είναι εκείνος ολόκληρος ο κόσμος μαζί.
Την επόμενη μέρα τη γέμισαν από στιγμές που έμοιαζε μήνας και τα συναισθήματα ήδη ξεχείλιζαν τη ψυχή. Φερόντουσαν σαν ζευγάρι. Ήταν ζευγάρι από πριν απλώς τώρα συναντήθηκαν. Τρεις μέρες πέρασαν. Το επόμενο βράδυ θα έφευγε.
Έφτασαν στο σταθμό να πάρει το τρένο και τότε μόνο αντάλλαξαν κινητά.
Είναι κάποιοι αποχωρισμοί που δεν ξέρεις τι συναίσθημα πρέπει να υπερισχύσει περισσότερο, χαρά για την τύχη να συναντήσεις αυτόν τον άνθρωπο ή λύπη που τον αποχαιρετάς μη μπορώντας να κάνεις κάτι άλλο; Το γλυκόπικρο του έρωτα είναι όσα ταξίδια έμειναν στη μέση.
Πάνε χρόνια από τότε. Μπλέχτηκαν κι οι δυο σε σχέσεις. Επαφές δεν έκοψαν ποτέ. Κι όταν χρειάζονταν ο ένας τον άλλον κοιτούσαν δίπλα τους. Αλλά ξέρεις, δεν μπαίνουν σε κουτάκια τα μεγάλα συναισθήματα. Τους αξίζει το τέλειο χωρίς αποστάσεις και λοιπούς περιορισμούς. Και η πίστη σε μια μοίρα που θα κλείσει κάποτε τις ανοιχτές υποθέσεις.
Τα καλύτερα είναι όσα δεν ήρθαν ακόμα. Το αύριο θα τα φέρει όταν αγκαλιαστούν πάλι με τα μάτια κι όταν το σώμα θα αρχίσει να υλοποιεί τις υποσχέσεις που έδωσε το χαμόγελό τους την πρώτη φορά που συναντήθηκαν.
Αν της έτασσαν μια καλοκαιρινή νύχτα με φεγγάρι αυτή θα προτιμούσε ένα χειμώνα μες τα χέρια του.
Χρειάστηκε η βροχή και λίγο χαμόγελο για να ερωτευτούν. Χρειάζεται η τόλμη και λίγη αγάπη για να συναντηθούν ξανά.
«Μάτια μου ήρθε η ώρα. Μη σταματάς να με περιμένεις. Κι άντε γαμήσου πια χρόνε. Έξι χρόνια πολύ τράβηξε. Άνοιξε το παντζούρι. Είμαι κάτω και σ’ αγαπάω.»
Για τον Πασχάλη.