Κι εκεί που νόμιζα ότι τα ήξερα όλα, που σε είχα κατηγορήσει, σε είχα λιθοβολήσει, σε είχα διασύρει σε φίλους και γνωστούς, μου σφηνώθηκε μια υποψία. Το μόνο που μ’ενδιέφερε ωστόσο ήταν να προλάβω να καλύψω τον κώλο μου – γιατί ξέρεις ο κώλος δεν πρέπει να μένει για πολύ ακάλυπτος.
Σε εκθέτει, σε διασύρει, σε απομονώνει μια φωλιά χεσμένη. Κι εγώ τη φωλιά μου τη θέλω ν’αστράφτει. Να της βάζω τα στρας της, να τη βιτρινιάζω, να κάνω τα δικά μου και μη βρεθεί ουδείς να μου πει ότι φταίω.
Σε όλη αυτή τη συνθήκη του παραλόγου αποφάσισα να ρίξω το φταίξιμο επάνω σου, όπως κάθε τομάρι που σέβεται το τομάρι του. Και το ‘κανα με επιτυχία, με εσάνς κινηματογραφική, με φίλους να παρελαύνουν ν’απλωνουν ώμους να λυγίσω, με βλέμματα στο υπερπέραν, με δυο-τρία ξενύχτια που κατέληξαν σε ξερατό και πονοκέφαλο.
Σε πένθησα να ξέρεις όπως σου ‘πρεπει. Κι ας μην στο ‘χω πει ακόμα. Κι ας κοιμόμαστε αμφότεροι τον ύπνο του δικαίου, αναμένοντας άραγε τι; Ένα δελτίο τύπου. Τη μέρα που θα παρατήσουμε τ’αντικλείδια στο τραπέζι κι ο πρώτος υπερτυχερός θα τ’αρπάξει να διώξει τον άλλον.
Κι εκεί που νόμιζα λοιπόν, γιατί τα δάκτυλα συχνά τρέχουν πιο γρήγορα απ’τη σκέψη, άρχιζα να υποψιάζομαι κάτι που καθόλου δε μ’ άρεσε κι είπα να το κουκουλώσω. Λες τελικά να μη φταις μόνο εσύ; Λες οι λόγοι να μην είναι οι γνωστοί; Λες ν’ αρμενίζαμε απ’την αρχή στραβά και να μη φταίει ο γιαλός;
Τη φίμωσα την αυτοκριτική και τηλεφώνησα στην Ξένια να μου θυμίσει πόσο μου σπας τα νεύρα, πόσο ανώριμος είσαι, πόσο δεν επικοινωνούμε.
Έβαλα κάτω ψέμματα και είπα να τα μετρήσω. Τα δικά μου, τα δικά σου, τα σ’αγαπώ της καλημέρας, της πόρτας πριν φύγεις για δουλειά, εκείνα στις πέντε τα χαράματα. Αυτά τα τελευταία, ήταν και τα μόνα που κράτησα. Που κάτι μου ‘παν, που σαν να τα πίστεψα, σαν οι αμφιβολίες να μη χώρεσαν.
Πόσο καιρό έχεις να μου πεις τα ξημερώματα ότι με αγαπάς; Πόσο καιρό έχω να στο πω εγώ;
Πότε έπαψα να σε αγαπώ;
Πόσα άχυρα κουβαλάω στο κεφάλι μου ώστε όντως πείστηκα ότι φταίει η γκρίνια των ημερών, το μάτι σου που παίζει, το χέρι μου που δε σε χαϊδεύει πια, η ασυμφωνία χαρακτήρων;
Τι σκατά έχω για μυαλό που δεν το είδα τότε που συνέβη; Και πότε στο καλό συνέβη;
Ανθρωπάκια κυρίες και κύριοι. Ανθρωπάκια το όχλου, της σειράς. Να μου πεις, να σου πω, να μου τρυπήσεις τη μύτη, να σου σκάσω τα λάστιχα του αυτοκινήτου. Να μη σκεφτούμε δυο πράματα παραπέρα, να μην το ζορίσουμε το ρημάδι, να μην πονέσουμε, να μην ντραπούμε. Ποιος θέλει να ντραπεί για τον εαυτό του; Τι ευθύνη φέρει αυτό το «δε σ’αγαπάω πια» ;
Έτσι την πάτησα κι εγώ. Όλους τους σκέφτηκα έναν έναν. Εσένα και την έκφρασή σου όταν θα σου έλεγα όσα ξέρω ότι σκέφτεσαι κι εσύ. Τη μάνα σου, τη μάνα μου, το διαχειριστή της πολυκατοικίας. Όσους μας είχαν πει πόσο ταιριαστοί είμαστε. Πώς να τους απογοητεύσουμε όλους; Πώς να μου πεις ότι κι εσύ δε μ’αγαπάς πια;
Στήσε με στο απόσπασμα, βάλε μου τις φωνές για το σκατοχαρακτήρα μου, εξευτέλισέ με, πες ότι φταίνε τα χούγια μου που σου δίνουν στα νεύρα και πλέον δεν αντέχεις. Η γκρίνια, ο παρτακισμός, οι φιλενάδες μου που σου ξινίζουν.
Άσε με να πω ότι δεν ανέχτηκα τα ξενύχτια σου, τα μηνύματα που μέναν αναπάντητα, τις εκδρομές που όλο έταζες κι όλο ξεχνούσες.
Άσε με να καλύψω τον κώλο μου, να καλύψεις κι εσύ τον δικό σου, να σιχαθούμε ο ένας τον άλλον και λίγους μήνες μετά να πούμε ότι δεν ταιριάξαμε. Το πρέπον, το σωστό, το συνηθισμένο.
Κι ας μη μάθουμε ποτέ, πότε πάψαμε ν’αγαπιόμαστε. Κι ας μην το πούμε σε κανέναν. Κι ας πούμε ότι δε φταίξαμε.
Εμείς θα ξέρουμε.
Αυτή είναι η ιστορία της Αριστέας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε τη δική σου εδώ.