Ξημέρωσε για εκείνη μια μέρα από αυτές τις ανούσιες, τις βαρετές. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Ακόμη χειρότερα: μια μέρα ίσως πιο αδιάφορη από όλες τις άλλες. Αν κάθε μέρα που ξυπνούσε, μπορούσε να σφυγμομετρήσει τη διάθεσή της για ζωή, την πίστη της σε ένα θαύμα που θα την άλλαζε και θα την έκανε με έκπληξη να χαμογελάσει, εκείνη τη μέρα το κοντέρ θα έγραφε μείον.

Με μισή καρδιά και με μπαταρίες άδειες,  ντύνεται σχεδόν με αδιαφορία κι ετοιμάζεται να συναντήσει τον φίλο της τον Γιάννη, ο οποίος επιμένει να έχει όρεξη να ζει, να βολτάρει, να χαμογελάει. Θα έχει μαζί του κι ένα γνωστό του. Ποιος έχει τώρα όρεξη για γνωριμίες και χαιρετούρες; Σίγουρα όχι εκείνη.

Στην καφετέρια η παρέα την περιμένει ήδη. Τείνει ευγενικά το χέρι της, συστήνεται μαζί του και κάθεται ήρεμη στην καρέκλα της. Πίνει τον καφέ της και καπνίζει αμέριμνα, σπαταλά τον πολύτιμο χρόνο τους φλυαρώντας. Δεν είχε ιδέα πως αργότερα ακόμη κι αυτός ο λιγοστός μου χρόνος μαζί του θα ήταν τόσο σπάνιος και δυσεύρετος. Δεν μπορούσε να συλλάβει πόσο ανάγκη θα τον είχε μια μέρα.

Καθώς κάθονταν ανήξεροι αντικριστά, η μοίρα στο παρασκήνιο έγραφε το δικό της σενάριο. Μαριονέτες στα χέρια της, ανυποψίαστοι θεατές, εκείνη την ημέρα άνοιξαν άθελά τους τους δικούς τους ασκούς του Αιόλου, που θα τους σκόρπιζαν αργότερα σε μέρη απομακρυσμένα, να αναζητούν διακαώς την επανασύνδεση.

Επιστροφή στη βάση της. 400 χιλιόμετρα μακριά από εκείνη την καφετέρια. 400 χιλιόμετρα μακριά και από εκείνον. 400 χιλιόμετρα μακριά από εκείνη τη γνωριμία κι ακόμα περισσότερα χιλιόμετρα μακριά από οποιαδήποτε υποψία, ότι αυτοί οι δυο θα ξανασυναντιόντουσαν. Ότι θα τον ξανακοιτούσε μες στα μάτια από απόσταση αναπνοής. Ότι μια μέρα αυτή η επαφή θα της γινόταν απαραίτητη.

Πέρασαν οι μήνες κι ήρθε το καλοκαίρι. Στο μυαλό της η γνωριμία τους ήταν καταχωρημένη στο συρτάρι με τα διάφορα κι αδιάφορα τυχαία γεγονότα. Πακετάρει τις βαλίτσες της με όρεξη κι ενθουσιασμό, καθώς από ώρα σε ώρα ταξιδεύει στο νησί με τα κορίτσια, όπου θα απολαύσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές.

Ξαφνικά κι ως δια μαγείας, τον διακρίνει να περπατά αμέριμνος σε ένα απ’ τα στενάκια του νησιού. Η μοίρα είχε αρχίσει να στήνει το παιχνίδι, στέλνοντάς τους στο ίδιο μέρος, την ίδια ακριβώς στιγμή.

Αμέσως ξεπηδάει στο μυαλό της η εικόνα του απ’ το συρτάρι των αδιάφορων και περνά στα φλέγοντα ζητήματα. Της ζητά να συναντηθούν και με μια φυσική, σχεδόν αβίαστη απάντηση, δέχεται. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, αλλά και χωρίς να ελπίζει σε τίποτα είπε ναι στον έρωτα που της χτυπούσε την πόρτα επίμονα κι εκείνη κάποτε είχε αδιαφορήσει επιδεικτικά.

Αυτό το ζεστό το βράδυ έκανε η ιστορία τους πραγματική πρεμιέρα. Έπεσαν με τα μούτρα στο σενάριο, δεν άφησαν στιγμή να πάει χαμένη. Ερωτεύονταν με τα λόγια, ηλεκτρίζονταν με τα μάτια, ονειροβατούσαν με ένα χαμόγελο. Τα βράδια χόρευαν με τα σώματά τους ενωμένα να καίνε και το ξημέρωμα τους έβρισκε αγκαλιά ημίγυμνους σε κάποια παραλία του νησιού.

Μέσα σε τρία μερόνυχτα στρίμωξαν όσο ενθουσιασμό, έρωτα κι έξαψη μπορούσε να χωρέσει ο νους τους. Τρία μόνο μερόνυχτα τα κατάφεραν. Κι ήταν φυσικά πολύ λίγα για κάτι τόσο μεγάλο, κάτι τόσο ανέλπιστο, κάτι τόσο μοιραίο.

Τους χώρισαν ξανά τα χιλιόμετρα κι αποφάσισαν με μια πικρόχολη συγκατάβαση να υποκριθούν πως ότι συνέβη ήταν ένας καλοκαιρινός εφήμερος ενθουσιασμός. Μια θερινή τρέλα από εκείνες που μένουν μόνο για να τις αναπολείς και να χαμογελάς λιγάκι μέσα στο χειμώνα. Πόσο μάταιη ήταν αυτή τους η υποκρισία!

Δεν πέρασε μια μέρα από τότε χωρίς να μιλήσουν. Δεν πέρασε μια μέρα χωρίς να ψάχνει τη μορφή του μες στο αδιάφορο πλήθος. Δεν πέρασε μια μέρα χωρίς να τον σκεφτεί. Κι ούτε ένα βράδυ χωρίς να τον ονειρευτεί.
Έμεινε το όνειρο τους μισό και κομματιασμένο. Έμειναν τα σώματά τους παγωμένα. Κανένα ξένο χάδι δεν τα ζεσταίνει όπως το δικό τους το γνώριμο, κανένα βλέμμα δεν τους προκαλεί ταραχή.

Παλεύουν με την αδιαφορία να σκοτώσουν ένα συναίσθημα που όσο βαθιά κι αν το βουλιάξουν επιμένει να τους τυφλώνει, εξαιτίας μιας πουτάνας απουσίας που τους κερνάει η απόσταση.

«Σε ακούω μα δε σε αγγίζω. Σε ζητάω χωρίς να σε έχω. Σε νιώθω μα δεν είσαι εδώ. Καθώς καπνίζω αδιάφορα, σε κάθε τζούρα επιμένω να θυμάμαι τις στιγμές μας αυτές τις λιγοστές, να ζεσταίνω το κορμί μου μόνο με μια παραίσθηση της εικόνας σου, μέχρι να με αγγίξεις στ’ αλήθεια και πάλι και να φέρεις ξανά πίσω το καλοκαίρι. Γιατί η αυλαία δεν έχει πέσει ακόμα για μας, όσα χιλιόμετρα κι αν μας χωρίζουν μωρό μου», ψιθύρισε για ακόμα ένα βράδυ.

 

Αυτή ήταν η ιστορία της Δώρας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου εδώ.

Συντάκτης: Φένια Σκαρλά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη