Πρωταγωνίστρια στην ιστορία που θα σας διηγηθώ σήμερα, είναι η Βαρβάρα.
Είκοσι οχτώ μόλις Μαΐων, όπως μου λέει η ίδια, έχει να θυμάται πολλές ανηφοριές στην διάρκεια της μέχρι τώρα ζωής της. Με μια παιδική ηλικία που εύκολη δεν την λες με τίποτα, στα είκοσί της πιστεύει πως βρήκε τον μοναδικό, τον άντρα που θέλει και μπορεί να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της.
Έτσι παίρνει την απόφαση και βάζει στέφανα στο κεφάλι και βέρα στο δεξί. Στον ένα χρόνο επάνω από τη γαμήλια τελετή φτάνει το νέο πως η οικογένεια αυξάνεται και πληθύνεται, όταν κάνει την εμφάνιση του το πρώτο τους παιδί, καρπός του έρωτα του ζευγαριού.
Η ασφάλεια και η σιγουριά, που αναζητούσε μέσα στο σπιτικό της, δε βρέθηκε σε αυτό της το ποντάρισμα, αφού τρία χρόνια έγγαμου βίου φάνηκαν αρκετά για να χτυπήσει την πόρτα τους η απιστία. Καμία συγγνώμη ή μεταμέλεια δεν ειπώθηκε για το γεγονός, αυτό ήταν και το εισιτήριο για απευθείας χωρισμό όχι από την μεριά της, αλλά από το στρατόπεδο του μέχρι πρότινος συζύγου.
Ο καιρός περνάει και κουτσά στραβά τα καταφέρνει να ξανασταθεί στα πόδια της, άλλωστε είναι η φύση όλων των ανθρώπων τέτοια, να μπορούν να επιβιώνουν ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες.
Και ήταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή, που ο έρωτας εμφανίζεται και πάλι μπροστά της, όπως πάντα απρόσκλητος επισκέπτης. Ήτανε μόλις είκοσι πέντε και αυτός οχτώ χρόνια μεγαλύτερος της.
«Τον αγάπησα και τον αγαπώ με όλο μου το είναι» μου γράφει στο μέιλ της και όποιος διαβάσει αυτή της την φράση, καταλαβαίνει ευθύς αμέσως την ορμή όλων εκείνων των συναισθημάτων που τη χτύπησαν κατακέφαλα.
Ένα χρόνο μετά, έρχεται και η απόφαση για την επισημοποίηση του δεσμού τους. Αρραβώνες ακολουθούν, δαχτυλίδια και υποσχέσεις για μια ρόδινη κοινή ζωή, ενώ λίγο αργότερα αρχίζουν και τις προσπάθειες για να προστεθεί ένα ακόμη μέλος στην οικογένεια τους, το παιδί τους.
Και ενώ η Βαρβάρα είναι ήδη έγκυος, ο πατέρας του αγέννητου παιδιού αλλάζει γνώμη. Έτσι απλά, χωρίς αφορμές, χωρίς δικαιολογίες. Της ζητάει επιτακτικά να κάνει έκτρωση και όταν εκείνη αρνείται να υποταχθεί στις επιθυμίες του, το σκηνικό αρχίζει να μοιάζει επικίνδυνα με καράβι σε θάλασσα φουρτουνιασμένη, εν μέσω καταιγίδας.
Άξαφνα νηνεμία, όπως ήρθαν πριν λίγο τα σύννεφα, έτσι και εξαφανίστηκαν. Μένουν μαζί, περνάνε χρόνο σαν ζευγάρι, η ζυγαριά όμως αρχίζει και πάλι να παλαντζάρει, με τον κακό του εαυτό να βγαίνει ξανά στην επιφάνεια.
Το ρεπερτόριο αυτή την φορά καλύπτει όλο το εύρος της σωματικής και ψυχολογικής βίας που μπορεί να ασκήσει κάνεις. Φωνές, βρισιές και καβγάδες που ακούγονταν σε ολόκληρο το τετράγωνο, συνοδευόμενες πάντα από εκείνο το βαρύ χέρι, που κάνεις δεν πρέπει να σηκώνει εναντίον του άλλου.
Τότε είναι που του έρχεται στο μυαλό και η φαεινή ιδέα, να ζει ανάμεσα σε δύο σπίτια. Τις μισές μέρες μαζί τους ως σύζυγος και πατέρας και τις υπόλοιπες πίσω στο πατρικό του, μακριά από όλες τις ευθύνες απλά ως ξέγνοιαστος γιος.
Τη μεγάλη αγάπη που τρέφει προς το πρόσωπό του επικαλείται η Βαρβάρα για την ανοχή της σε αυτή την κατάσταση, την κατηγορεί που την κάνει να ανέχεται να υπάρχει απλά και μόνο για να γεμίζει τα όποια κενά του, την δαιμονοποιεί και ταυτόχρονα την ανάγει σε θεό της.
Η αγάπη όμως είναι από εκείνα τα αισθήματα που γεννιούνται στην καρδιά μας για να μας κάνουν ευτυχισμένους, μας παιδεύει γλυκά κρατώντας μας ξύπνιους από λαχτάρα, δε μας βασανίζει αφήνοντας μας άγρυπνους γεμάτους φόβο και ανησυχία.
Γι’ αυτό καλή μου Βαρβάρα, ένα μόνο θα σου πω και θα σωπάσω, προσοχή στις απομιμήσεις.
Ήταν η ιστορία της Βαρβάρας για τη στήλη Your Stories Realoaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ.