Κάθε καλοκαίρι που σέβεται τον εαυτό του κρύβει έναν έρωτα όλο τρέλα, αλμύρα και μυρωδιές. Ακόμη κι αν μιλάμε για ένα καλοκαίρι δεκατρία χρόνια πριν.
2002. Ο Μάνος ήταν δεκαεφτά χρονών τότε κι όπως κάθε χρόνο παραθέριζε με την οικογένεια του σε ένα παραθαλάσσιο οικισμό κοντά στη Ναύπακτο. Ο ίδιος όπως πρόσταζε η ηλικία του έκανε παρέα μόνο με συνομήλικους. Βόλτες με μηχανάκια, ποτά, μπαράκια.
Στο ίδιο μέρος περνούσε τις διακοπές της και η Νίνα. Ήταν ψηλή, μελαχρινή, με ωραίες αναλογίες. Ο Μάνος τη πρόσεξε απ’ την αρχή. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τις κοπέλες της παρέας του. Είχε όσα τον έλκυαν και γρήγορα φρόντισε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για εκείνη. Δεν άργησε να πληροφορηθεί πως άνηκε στην παρέα των «μικρών» του οικισμού. Εκείνων που έκαναν βόλτες με ποδήλατα κι επέστρεφαν σπίτι τους στις έντεκα κάθε βράδυ. Αυτό σήμαινε πως ήταν μικρότερη του. Πολύ μικρότερη του.
Η Νίνα ήταν μόλις δεκατριών. Σε αυτές τις ηλικίες μια διαφορά τεσσάρων χρόνων δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Μιλάμε για έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Ο Μάνος προσπάθησε να τη βγάλει απ ‘το μυαλό του. Εκείνη, όμως, είχε άλλα σχέδια. Προσπαθούσε να τον προσεγγίσει αγνοώντας τις δυσκολίες. Προφανώς τα αισθήματα ήταν αμοιβαία κι αυτό έκανε ακόμη δυσκολότερη την απόφασή του να κρατηθεί μακριά της.
Για δύο συνεχόμενα καλοκαίρια δεν έκαναν τίποτα περισσότερο απ’ το να φλερτάρουν με εκείνη την αθωότητα και την λαχτάρα που επέβαλλαν τα εφηβικά τους χρόνια. Λίγο πριν τους χωρίσει το φθινόπωρο αντάλλαξαν μερικά φιλιά και χάδια. Κανονικά θα έπρεπε να είναι πολύ αθώα και παιδικά για τα δικά του γούστα. Αντ’ αυτού τον έπεισαν πως ένιωθε πολύ έντονα για εκείνη τη «μικρή». Ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκαν ο ένας κοντά στον άλλο. Παρότι κράτησαν μια τυπική επαφή, κανείς τους δεν ξαναπέρασε τις διακοπές του σε εκείνο το μέρος. Ο καθένας τράβηξε το δρόμο του και ζούσε τη ζωή του.
Εκείνος διάλεξε τον λάθος δρόμο. Παρότι έκανε πρωταθλητισμό στο kick-boxing δεν μπόρεσε να κρατηθεί μακριά από τη νύχτα και τα σκοτάδια της. Χώθηκε σε δουλειές ύποπτες και σε κόλπα περίεργα. Έκοψε τις επαφές με την οικογένειά του κι έκανε φίλους ψεύτικους από εκείνους που στα εύκολα σε έχουν θεό και στα δύσκολα γίνονται λαγοί. Η ζωή του φάνταζε τέλεια σε όποιον τον παρατηρούσε. Δεν υπήρχε τίποτα που ήθελε και δεν μπορούσε να αποκτήσει. Θα ορκιζόσουν πως έσκαγε από δύναμη.
Τίποτα δεν προμήνυε το κακό που θα ακολουθούσε. Μια νύχτα σαν όλες τις άλλες, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζε. Μια κακιά στιγμή και η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Ο Μάνος πέρασε την πόρτα της εντατικής και παρέμεινε σε κώμα για καιρό. Οι γιατροί δεν ήταν αισιόδοξοι. Μάλλον δεν θα τα κατάφερνε. Ξαφνικά δίπλα του βρέθηκε εκείνη. Μα πως βρέθηκε εκεί; Του κρατούσε το χέρι και του έδινε κουράγιο. Του έλεγε πως όλα θα πάνε καλά κι εκείνος τη πίστεψε. Ξύπνησε.
Πολλοί ήταν γύρω του. Όχι, όμως, η Νίνα. Ποτέ δεν έμαθε για εκείνο το περιστατικό. Ποτέ δεν τον επισκέφθηκε. Όλα ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού του. Ένα όνειρο τόσο αληθινό που τον τρόμαξε. Από πού κι ως που είδε εκείνη; Γιατί δεν είδε την τωρινή του σχέση, κάποιον φίλο ή συγγενή; Κάτι έπρεπε να σημαίνει αυτό.
Αφού κατάφερε να αναρρώσει, πήρε την απόφαση να φύγει μόνιμα απ ‘την Ελλάδα και να κάνει μια νέα αρχή. Όταν όλα ήταν έτοιμα, της πρότεινε να συναντηθούν. Εκείνη ήθελε να είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα αποχαιρετούσε. Ήθελε να της πει πολλά σε εκείνη τη συνάντηση. Λέξεις και συναισθήματα που μόνο σε εκείνη μπορούσε να εκφράσει. Ήθελε να της πει και για το όνειρο που είδε στην εντατική. Πως ήταν η δύναμη του. Πως τον φοβίζουν τα ίδια του τα συναισθήματα. Πως είχε τρυπώσει στο μυαλό του σε ένα δικό της κουτάκι και δεν έλεγε να βγει από εκεί.
Μοιράστηκε μαζί της αρκετά αλλά εκείνο που τον έτρωγε δεν το ξεστόμισε. Δεν ήξερε πώς να της το πει. Θα τον περνούσε για τρελό, για ψεύτη. Αποχαιρετιστήκανε με δάκρυα. Δεν ήθελε να την αφήσει και νευρίαζε που δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή του την ανάγκη. Ήταν πέρα ως πέρα παράλογο. Δεν είχαν τίποτε κοινό και παράλληλα ένιωθε δεμένος μαζί της με έναν τρόπο που δεν ερμηνεύεται με λόγια.
Η παραμονή του στο εξωτερικό διήρκησε λίγο. Γυρνώντας στην Ελλάδα φρόντισε να μην μάθει τίποτε εκείνη. Οι μπελάδες πάλι του χτυπούσαν τη πόρτα κι εκείνη δε χρωστούσε τίποτα να μπλέξει εξαιτίας του. Όφειλε να την προστατεύσει. Το περίεργο είναι πως σε κάθε στραβή, πρόβλημα ή δυσκολία εκείνη εμφανιζόταν μπροστά του απ ‘το πουθενά. Σε εκείνη στρεφόταν το μυαλό του στα δύσκολα. Από εκείνη πιανόταν για να αντέξει. Δεν πίστευε ο Μάνος σε οράματα, θεούς και λοιπά μυστήρια. Του φαινόταν πως κάποιος έπαιζε μαζί του κι έπαιζε καλά.
Η ιστορία τους δεν ήταν κάτι που ήθελε να προσπεράσει. Ακόμη και να ήθελε, πώς θα μπορούσε; Επιδίωξε να έχουν επικοινωνία μέσω facebook και δε σταμάτησε ποτέ να τη φλερτάρει. Κάπου μέσα του την είχε εξιδανικεύσει και καθόλου δεν θα τον πείραζε αν έκανε λάθος. Μια ακίνδυνη επαφή από απόσταση είχαν, άλλωστε.
Μέχρι πέρυσι τον Αύγουστο που χτύπησε το κινητό του. Ήταν εκείνη. Τον πήρε για να του πει πως θα περνούσε κάποιες μέρες στον οικισμό. Του ζήτησε να βρεθούν για να πιουν ένα καφέ και να πούνε τα νέα τους. Ο καφές έγινε μπίρα και το απόγευμα χάραμα. Το ξημέρωμα τους βρήκε να ανταλλάσσουν φιλιά στη παραλία που κάποτε αντάλλασσαν μόνο βλέμματα.
Έκτοτε είναι αχώριστοι. Η Νίνα μαθαίνει μέσα από αυτό το κείμενο πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του κράτησε το χέρι όταν βρισκόταν σε κώμα. Ποτέ δεν της είπε πως τα πρώτα λόγια που άκουσε όταν άνοιξε τα μάτια του, ήταν πως είχε άγγελο. Μόνο ο Μάνος ήξερε πως ο άγγελος του είχε όνομα και υπόσταση. Τώρα με τη σειρά του ελπίζει να είναι αυτός που θα τη προστατεύσει από ό,τι κακό εμφανιστεί στο δρόμο της.
Η σχέση τους δεν μετράει ένα χρόνο αλλά δεκατρία. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που οι συγκυρίες, οι συμπτώσεις, οι συνθήκες πάλεψαν πολύ για να μείνουν αυτοί οι δύο χώρια. Εκείνοι, όμως, είχαν άλλα σχέδια. Έφτιαξαν μόνοι τους τη μοίρα τους και είναι η απόδειξη πως αν δύο άνθρωποι είναι γραφτό να είναι μαζί, όσα στραβά κι αν χρειαστεί να αντιμετωπίσουν, θα έρθει η στιγμή που θα το καταφέρουν.
Είναι η απόδειξη πως οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο.