Ο Γιάννης θέλει εδώ και καιρό να κάνει σχέση.
Ψάχνει παντού να βρει τον έρωτα τον άπιαστο, τον τρελό, τον έρωτα του αμερικανικού ονείρου με τα φιλιά στη βροχή.
Ξέρει ότι είναι πολύ μικρός στα είκοσι ένα του για να ζητάει σύντροφο ζωής και συνοδοιπόρο. Πιστεύει όμως ότι έχει το δικαίωμα να το κάνει. Νομίζει ότι δυσκολεύεται να βρει αυτό που ψάχνει λόγω μιας λεπτομέρειας. Στο Γιάννη αρέσουν τα αγόρια.
Κάποια στιγμή τον γνώρισε. Ήθελε τόσο πολύ να ερωτευτεί που έπεισε τον εαυτό του ότι κεραυνοβολήθηκε. Μίλησαν, φλέρταραν, πήγαν και για καφέ. Εννοείται ότι η χημεία ήταν χειροπιαστή και ο ηλεκτρισμός συναγωνιζόταν εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας.
Το πρώτο αυτό ραντεβού κράτησε τέσσερις ώρες και ο wannabe δεσμός του Γιάννη μίλησε για όλα, ανοίχτηκε και έδωσε ελπίδες. Βαθιά βλέμματα και συζήτηση χωρίς στιγμή παύσης.
Όταν έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, ο μνηστήρας της συμφοράς ήταν εκδηλωτικότατος. Είπε στο Γιάννη πόσο υπέροχα πέρασε, τον ευχαρίστησε που εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά και του είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να ξαναβρεθούνε. Αν του έλεγε ότι θα του τηλεφωνήσει κιόλας, είμαι σίγουρη ότι ο Γιάννης θα κοιμόταν με το κινητό κάτω απ’το μαξιλάρι. Αλλά δεν το είπε, οπότε ο πρωταγωνιστής μου καθόταν υπομονετικά, ολημερίς συνδεδεμένος στο facebook, κοιτώντας μια πράσινη κουκίδα να αναβοσβήνει και περιμένοντας μια κόκκινη ειδοποίηση στο πεδίο των προσωπικών μηνυμάτων.
Δεν ξέρω αν το μαντέψατε ήδη, αλλά το μήνυμα δεν ήρθε ποτέ.
Ο μοδάτος, σκουφάτος, με τα τζινάκια και τα γυαλάκια του χιπστερογκόμενος έκανε ακριβώς ό,τι έπρεπε για καψουρέψει το Γιάννη μας. Με μια μικρή σημείωση, ότι η συμπεριφορά αυτή δεν ήταν τακτική, όπως νομίζουμε όλοι κάθε φορά που μας γράφουν. Δεν το παίζουν αδιάφοροι, συνήθως είναι.
Ο Γιάννης έβλεπε ότι κολλάει, ότι δε φερόταν όπως συνήθιζε μέχρι να τον γνωρίσει, περιμένε, αγωνιούσε και μέσα σε δύο μόνο μέρες πίστευε ότι έγινε χαζογκομένακι. Ένιωσε ερωτευμένος. Θυμήθηκε πόσο καλά πέρασε μαζί του, κατάλαβε την επιθυμία του να αγαπηθεί, πείστηκε ότι εκείνος μπορούσε να του προσφέρει αυτό που ήθελε. Έφτιαξε τον ιδανικό γκόμενο στο μυαλό του, βασισμένος στα ελάχιστα που είχε δει και αποφάσισε να πάει να τον βρει στο μπαρ που δούλευε.
Σίγουρα σκέφτηκε ότι με τη βοήθεια του ποτού στο ημίφως, θα δέσει η κομπόστα. Δεν του έκατσε όμως.
Σαν άλλο σενάριο κακής τηλεοπτικής παραγωγής, το κινητό του χτύπησε ενώ βρισκόταν στο δρόμο. Κι εκείνος του είπε ότι δεν θέλει να τον ξαναδει ποτέ, ότι δεν είναι ο Γιάννης αυτό που θέλει. Του είπε να κόψουν κάθε επαφή, να μη μείνουν ούτε φίλοι, αλλά δεν πρέπει να στεναχωριέται γιατί είναι καταπληκτικό παιδί, με γνώσεις και χιούμορ. Του χάιδεψε τ’αυτιά γιατί δεν είχε τα κότσια να του πει ότι απλά δεν γούσταρε και ο Γιάννης κάθεται και αναρωτιέται τι έκανε στραβά.
Σήμερα που σας γράφω την ιστορία του, δεν τον έχει ξεπεράσει ακόμη.
Τον φλερτάρουν κι άλλοι, αλλά το μυαλό του είναι σ’εκείνον.
Τον ζητάει στη ζωή του, σαν φίλο, σαν γνωστό, δεν τον ενδιαφέρει και τόσο, φτάνει να υπάρχει στα πέριξ. Πιστεύει ότι σε ένα στρέιτ κόσμο αυτό ακούγεται ηλίθιο, άρρωστο.
Δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι δε φταίει που είναι γκέι. Φταίει που είναι άνθρωπος. Του πήραν το σοκολατένιο αυγό την ώρα που πήγαινε να το δαγκώσει και τώρα θέλει τόσο πολύ να το δοκιμάσει. Παραδεχτείτε το: Όλοι κάποια στιγμή ονόμασαμε σοκολάτα Ελβετίας το κακάο του μίνι μάρκετ.
Αλλά όπως θα συμβεί κάποια στιγμή και στο Γιάννη, όταν βρήκαμε τον έρωτα, το καταλάβαμε.