Η διαφορετικότητα δημιουργούσε ανέκαθεν έριδες κι ίντριγκες στις μικρές κοινωνίες. Ήταν πολύ δύσκολο άνθρωποι με ιδιαίτερη σεξουαλική προτίμηση να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους προς το άτομο που θέλουν, γιατί το κουτσομπολιό κι η κριτική και μάλιστα η κακοπροαίρετη δε θα έλειπαν. Γι’ αυτό πάντα υπάρχει ένα ρίσκο σε κάθε τους επιλογή, καθώς αν εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους σε κάποιον που δεν έχει την ίδια προτίμηση, δε θα μείνει κρυφή η ιδιαιτερότητά τους για πολύ.
Η Μαρία λοιπόν ήταν μπάι. Ζούσε σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας και μια μέρα πριν από δυο χρόνια, Απρίλης ήταν, γνωρίζει εκείνη που έμελλε να τη συγκινήσει και να την ερωτευθεί. Έγιναν φίλες στο facebook και εκείνη της έστειλε μια φράση που τις έφερε κοντά: «Βγες πια!». Της πρότεινε να πάνε σινεμά για ταινία. Οι ώρες περνούσαν τόσο γρήγορα μαζί της. Δεν υπήρχε χρόνος, μόνο αυτές οι δύο. Γύρισαν σπίτι ξημερώματα κι η Μαρία ήξερε πλέον ότι αυτή η κοπέλα θα είχε έναν ξεχωριστό ρόλο στη ζωή της, ένιωθε ότι θα ήταν ο άνθρωπός της, ότι κάποια στιγμή θα ήταν μαζί, την ήθελε δίπλα της.
Την επόμενη μέρα ξαναβρέθηκαν. Μιλούσαν για τις ζωές τους, για όσα έχουν περάσει, οι συζητήσεις δεν είχαν σταματημό κι η Μαρία απλώς την κοιτούσε. Της έφτανε αυτό, να την κοιτάζει και να της χαμογελά. Μετά πήγαν στο σπίτι της, στο δωμάτιο της, κάθισαν στο κρεβάτι της κι οι σκέψεις της άρχισαν να στήνουν ένα τρελό χορό. Μαζί, οι δυο τις, μόνες. Η Μαρία ήταν τόσο αμήχανη που μιλούσε ακόμη και για τα αυτοκόλλητα που είχε κολλήσει στο ταβάνι, ενώ εκείνη είχε γύρει στον ώμο της και την άκουγε με προσοχή, την κοιτούσε στα μάτια και κρεμόταν κυριολεκτικά απ’ τα χείλη της. Το ένιωθε.
Εκείνο το βράδυ την ονειρεύτηκε. Είδε το πιο όμορφο όνειρο, το έζησε μαζί της και δεν της το είπε ποτέ. Όχι γιατί θα το έπαιρνε πάνω της, απλώς ήθελε να το κρατήσει γι’ αυτήν. Τα χρόνια περνούσαν κι η σκηνή επαναλαμβανόταν συχνά. Οι δυο τους στο δωμάτιο της Μαρίας, με τη Μαρία να μιλά για διάφορα κι εκείνη ακουμπισμένη στον ώμο της, να την ακούει με προσοχή κοιτώντας τη στα μάτια. Η Μαρία είχε δημιουργήσει τόσες φαντασιώσεις μ’ αυτήν τη σκηνή απ’ τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους. Πλησίαζε το Πάσχα κι έπρεπε να αποχωριστούν για λίγο.
Η απόσταση δε δημιούργησε κανένα πρόβλημα στη σχέση τους. Μιλούσαν κάθε μέρα με τις ώρες, και να οι αφιερώσεις με τραγούδια και να οι φωτογραφίες με στιχάκια, μέχρι που εκείνη της είπε χαριτολογώντας: «Δεν κάνει να μιλάμε τόσο, θα ερωτευτούμε στο τέλος!». Μα αυτό περίμενε η Μαρία πώς και πώς, μέρα με τη μέρα, ήθελε τη «φουσκίτσα» της -όπως την αποκαλούσε- δίπλα της και τελικά τα κατάφερε.
Όσο περνούσε ο καιρός η φαντασία της οργίαζε. Η ανυπομονησία της να ενωθούν τα κορμιά τις φούντωνε. Σκεφτόταν τις δυο τις στα σεντόνια της κι οι σκέψεις έπαιρναν φωτιά. Ώσπου μια μέρα, έγινε τελικά, ενώθηκαν. Αν κι είκοσι δύο χρονών, η Μαρία δεν είχε ξανανιώσει έτσι. Ήταν η πρώτη φορά που έκανε έρωτα με κάποιον άνθρωπο με τόση τρυφερότητα και πάθος. Ήταν η καλύτερή της στιγμή μέχρι τότε. Την κοιτούσε με ένα εκστατικό βλέμμα και την ήθελε όλο και πιο πολύ.
Κυλούσαν οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες κι οι δυο τις ήταν όλο και πιο δεμένες. Μέχρι που έγινε αυτό που η Μαρία απευχόταν. Τα βρήκε με την πρώην της. Την ήθελε τόσο πολύ που κι αυτό το ανέχθηκε. Ανέχθηκε να γίνει δεύτερη επιλογή, μόνο και μόνο για να την αισθάνεται κοντά της και να περνάνε ώρες μαζί. Όπως κι έγινε, συνέχισαν να βλέπονται και να είναι μαζί, να έχουν το δικό τους μαζί. Μέχρι που η κοπέλα εκείνης αποφάσισε να έρθει και να μείνει στην πόλη μας, να έρθει και να μείνει μαζί της!
Η Μαρία δεν το άντεξε, έφυγε, πήγε να μείνει σ’ άλλη πόλη, όπου έμενε η κολλητή της, δεν μπορούσε να ζει στην ίδια πόλη με εκείνη που ζούσε με τον έρωτά της. Κοροϊδευτικά με τη φίλη της την αποκαλούσαν «ξινόγαλα», ξέρετε αυτά τα παρατσούκλια που δίνουμε σε κάποιους για να αναφερόμαστε σ’ αυτούς συνθηματικά. Όμως τα ίδια συναισθήματα με τη Μαρία είχε μάλλον κι εκείνη, γιατί μόλις έφυγε η πρώην της, πήγε να τη βρει. Της είπε ότι δεν την άντεχε άλλο κι ανυπομονούσε να φύγει. Την πήρε απ’ το χέρι και την έπεισε να γυρίσουν πίσω μαζί.
Η Μαρία την αγάπησε ακόμη περισσότερο. Η πρώην της δεν τις ξαναενόχλησε κι από τότε ήταν μαζί αγαπημένες. Πέρασαν δυόμιση ολόκληρα χρόνια με αγάπη κι έρωτα, δέθηκαν απίστευτα κι ένιωθαν ένα. Μέχρι που μια μέρα, εκείνη κουράστηκε κι είπε στη Μαρία ότι θέλει να χωρίσουν. Δεν ένιωθε ερωτευμένη της είπε, της είχε περάσει. Η Μαρία τρελάθηκε. Της είχε περάσει μετά απ’ όλα όσα τράβηξαν για να είναι μαζί; Να χωρίσουν; Αυτές που ήταν τόσο ταιριαστές, που βλέποντάς τις δεν ήξερες αν ήταν φίλες κολλητές ή ζευγάρι;
Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ενώ πέρασαν τα πάνδεινα για να είναι μαζί κι έκαναν όνειρα να τελειώσει εκείνη τις σπουδές της και να έφευγαν για κάπου αλλού, τώρα όλα είχαν καταρρεύσει. Αυτές που απέδειξαν ότι η αγάπη όλα τα ξεπερνά, δε θα είναι πια μαζί. Η Μαρία ακόμη και σήμερα δεν την έχει ξεχάσει. Τη σκέφτεται ακόμη και την αγαπά. Δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί πώς ένας άνθρωπος που ένιωσε τόσα, ξαφνικά τα ξέχασε όλα. Τη θέλει πίσω, την αναζητά και την περιμένει, όπως περιμένουν όλοι οι ερωτευμένοι τη λύτρωση.
Η Μαρία θα περιμένει. Θα περιμένει, όσο χρειαστεί τον έρωτά της. Την αγαπά ακόμη εξάλλου. Μακάρι να μην αργήσει πολύ, μακάρι να γυρίσει σύντομα, γιατί το αύριο κανείς δεν το ξέρει, ούτε και τις βουλές της καρδιάς μας. Ίσως η Μαρία την περιμένει ακόμη. Ίσως και να ‘χει φύγει πια. Ίσως και να την προλάβει στα μισά της διαδρομής.
Αυτή ήταν η ιστορία της Μαρίας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε τη δική σου εδώ.