Η Ηλιάνα πρωτοείδε τον Μιχάλη στο μπαρ του οποίου ήταν ιδιοκτήτης. Αυτός λίγο πριν τα σαράντα κι αυτή μόλις εικοσιπέντε. Ίσως την τράβηξε το επίμονό του βλέμμα, που κάθε άλλο παρά φιλικό έμοιαζε, ίσως το αγέλαστο πρόσωπό του που τον έκανε να μοιάζει απρόσιτος και μυστήριος, πάντως κάτι δεν την άφηνε να σταματήσει να τον σκέφτεται. Τον έβλεπε να κινείται στο χώρο κι η καρδιά της έχανε σφυγμούς, το ίδιο αποδείχτηκε πως ένιωθε κι αυτός.
Δυο κόσμοι αντίθετοι, όπως αποδείχτηκε κατά τη γνωριμία τους, ο ζωηρός και κοινωνικός της χαρακτήρας του έδινε τη ζωντάνια και τον ενθουσιασμό που έλειπαν από την καθημερινότητά του. Η επαφή τους ξεκίνησε με τυπικές κουβέντες κατά τις συχνές της επισκέψεις στο μπαρ του, οι οποίες αναπόφευκτα εξελίχθηκαν σε πολύωρες συζητήσεις και κρυφές συνευρέσεις σε αποπνικτικά, σκοτεινά δωμάτια.
Κρυφά κι ένοχα, καθώς ο Μιχάλης ήταν δεσμευμένος και η Ηλιάνα το γνώριζε. Μα όσο κι αν προσπαθούσε να του αντισταθεί, τόσο περισσότερο κολλούσε ο ένας πάνω στον άλλο. «Εγώ διαβάζω τα μάτια σου, μικρή» της έλεγε, κι αυτή τον υπάκουε υπνωτισμένη. Κι όποτε η κουβέντα ερχόταν στην πολυετή σχέση του, αυτός τη διαβεβαίωνε πως ήταν η μοναδική φορά που στάθηκε αδύναμος να επιβληθεί στα συναισθήματά του. Μπορεί να τον πίστευε, μπορεί να έκανε πως τον πιστεύει, πάντως η Ηλιάνα όσες φορές κι αν προσπάθησε να φύγει, άλλες τόσες γύρισε πίσω.
Η κατάσταση άρχισε πλέον να ξεφεύγει πέρα από κάθε έλεγχο. Τα κρυφά ραντεβού έγιναν βόλτες φανερές, κι αυτοί πιασμένοι από το χέρι λίγο πια νοιάζονταν για το τι θα πει ο κόσμος. Χωνόταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και τίποτα πια δεν είχε σημασία. Το πάθος τους είχε τη δυνατότητα να σβήνει κάθε αμφιβολία από το μυαλό της και παρά τις αρχικές ενστάσεις που της επέβαλε η λογική της, αποφάσισε να αφεθεί. Άλλωστε μαζί του ένιωθε σαν πρωταγωνίστρια αισθηματικής ταινίας, και η αίσθηση αυτή, πέρα από πρωτόγνωρη, ήταν κι εθιστική.
Οι φήμες άρχισαν να ουρλιάζουν. Οι ίδιοι δεν αρνήθηκαν τίποτα. Τη φιλούσε πλέον στα φανερά, οι παρέες τους έγιναν κοινές και οι καθημερινότητές τους αλληλένδετες. Εκτός από τις φορές που βρισκόταν εκεί γύρω η κοπέλα του. Τις στιγμές εκείνες, ο Μιχάλης επέστρεφε στο σοβαροφανή, μετρημένο εαυτό του και η Ηλιάνα αισθανόταν όσα η ίδια καταδίκασε τον εαυτό της να αισθάνεται, με εκείνο το πρώτο τους φιλί που της άλλαξε τη ζωή· ζήλια κι απογοήτευση. Έπρεπε να το σταματήσει, δεν μπορούσε πια να επιτρέπει στον εαυτό της το ρόλο της δεύτερης.
Τα πράγματα άρχιζαν ν’ αλλάζουν, το ένστικτό της δεν σταματούσε να την προειδοποιεί. Ο Μιχάλης, που κάποτε κρυφογελούσε με τα νάζια της και παθιαζόταν με τον ηχηρό της χαρακτήρα άρχισε να απομακρύνεται. Της έλεγε με απάθεια πως δεν ταιριάζουνε, πως δεν αντέχει πια τα έντονα ξεσπάσματά της, πως κι ελεύθερος να ήταν πάλι δε θα επέλεγε μια κοπέλα σαν κι αυτή, πως τον ενοχλούσε η διαχυτικότητά της με τον κόσμο. Τη μείωνε. Κι αυτή; Τον κοιτούσε σαστισμένη κι απορούσε. Αυτά δεν της έλεγε πως τον τράβηξαν πάνω της, μόλις ένα χρόνο πριν;
Πλέον δεν ήξερε τι πονούσε περισσότερο, οι στιγμές μαζί του ή οι στιγμές χώρια του; Και πώς ο ίδιος άνθρωπος που πριν λίγους μήνες της έδινε φτερά τώρα της τα έκοβε έτσι χαιρέκακα; Το σώμα του δεν της ήταν πλέον αρκετό, ήθελε και την ψυχή του, κάτι που ήξερε πως δε θα γινόταν ποτέ. Το τελευταίο τους βράδυ δεν τον άφησε να την ακουμπήσει, δεν το άντεχε πια. Ούτε κοίταξε πίσω.
Είχε έρθει η ώρα να φύγει, το πήρε απόφαση, η αξιοπρέπειά της δεν της άφηνε άλλα περιθώρια. Μέσα της, ευχόταν να έκανε εκείνος κάτι για να την κρατήσει· κάτι για δικαιολογήσει στον εαυτό της μια ακόμα επιστροφή· κάτι που θα την έκανε να πιστέψει πως δεν ήταν όλα ένα λάθος. Μα το μόνο που της πρόσφερε ήταν σιωπή, κι αυτό την πλήγωσε πιο πολύ απ’ όλα.
Ίσως τελικά τα ετερώνυμα να μην μπορούν να επιβιώσουν μαζί για πολύ, ίσως δε γίνονται όλοι οι έρωτες αγάπες, ίσως να πίστευε ακόμα στη μαγεία αν έκλεινε το βιβλίο τους πριν διαβάσει το λυπηρό του επίλογο. Δεν τον ξέχασε, ούτε κι ήθελε. Άλλωστε δεν της το επέτρεπαν ο πόνος και το κενό που της άφησε, απομεινάρια μιας παραλίγο ευτυχίας.
Κάτι μέσα της ούρλιαζε πως το τέλος τους δεν έφτασε ακόμα κι η σκέψη αυτή τη βοηθούσε να γλυκάνει το μέσα της και να ξανασταθεί στα πόδια της. Κι ας ξυπνούσε και κοιμόταν με τη σκέψη του. Ήτανε μόνη, αλλά τι σημασία είχε πια; Άλλωστε μόνη της δεν ήταν κι ολόκληρο τον τελευταίο χρόνο; Κατάφερε να επιβληθεί στην καρδιά της με όση δύναμη έκρυβε μέσα της. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που θα τον ξανάβλεπε.
Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Πωλίνα Πανέρη