Κάποιοι λένε πως την τύχη σου τη φτιάχνεις μόνος σου, πως όλα εξαρτώνται απ’ τον τρόπο που βλέπεις τη ζωή σου και πώς επιλέγεις να αντιμετωπίσεις τα εμπόδια που εκείνη σου βάζει. Άλλοι πιστεύουν πως η τύχη του καθενός είναι γραμμένη, πως ό,τι σου κλήρωσαν τ’ άστρα την ημέρα που γεννήθηκες, αυτό θα κουβαλάς κληρονομιά σου, είτε σαν σταυρό είτε σαν ευλογία. Ένα όμως είναι το μόνο σίγουρο, πως σε αυτόν τον κόσμο άλλοι γεννιούνται πιόνια κι άλλοι μαχητές.
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε σε μια επαρχιακή πόλη της Βορείου Ελλάδας. Μεγάλωσε σε μια πενταμελή οικογένεια, αυτός, οι γονείς του κι οι δύο του αδελφές. Παιδί μοναχικό κι ευαίσθητο, σχεδόν αποκομμένο απ’ τους συνομηλίκους του, έδειχνε να απολαμβάνει μια ώριμη και μεστή μοναξιά απ’ τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Δεν είναι πως δεν αγαπούσε τις παρέες και τα παιχνίδια· είναι που βαθιά μέσα του κάτι του έλεγε πως έπρεπε να τα βρει με τον εαυτό του από νωρίς, πως κάποια στιγμή ο εαυτός αυτός ίσως να ήταν η μοναδική του συντροφιά.
Τα χρόνια περνούσαν, η παιδικότητα έδωσε τη σκυτάλη στην εφηβεία κι αυτή με τη σειρά της σε μια σκληρή ενηλικίωση. Άλλωστε δεν ενηλικιώνονται όλοι οι άνθρωποι στα δεκαοχτώ· οι περισσότεροι νιώθουν κομμάτι του κόσμου των «μεγάλων» με το πρώτο άδικο χτύπημα που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν, χτύπημα από εκείνα τα ύπουλα, τα κάτω απ’ τη ζώνη, που μόνο η ζωή ξέρει την τέχνη τους.
Ο Αλέξανδρος ζούσε, έβγαινε, ξενυχτούσε όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας του, μόνο που η έμφυτη μελαγχολία του, πάντα τον ανάγκαζε να κρατάει αποστάσεις ασφαλείας απ’ τη φούρια των γύρω του, σαν να ψυχανεμιζόταν την παροδικότητά τους απ’ τη ζωή του. Άλλωστε οι δυο του αδερφές από καιρό είχαν τραβήξει τους δρόμους τους αφήνοντάς τον πίσω με τους δυο τους γονείς, χωρίς να κοιτάξουν ποτέ πίσω τους. Κι αφού το έκαναν αυτές με τόση ευκολία, πόσο πιο άνετα θα μπορούσε να τον προδώσει ένας ξένος;
Αυτό σκεφτόταν κι αρνούνταν να δεθεί ή να μιλήσει για τα προσωπικά του με κανέναν. Ποτέ δεν έψαξε το λόγο για τον οποίο εξαφανίστηκαν οι αδερφές του, που έγιναν ξένες τόσο με αυτόν όσο και με τους γονείς τους, που έκαναν έτσι εύκολα το αίμα τους νερό. Δεν τον ένοιαζε, του ήταν αρκετή η αδιαφορία τους.
Άλλωστε οι πράξεις των ανθρώπων μιλάνε δυνατότερα απ’ τα λόγια τους κι ο Αλέξανδρος το γνώριζε αυτό καλά. Θεωρούσε λοιπόν μοναδικό του χρέος να είναι παιδί των γονιών του και να στέκεται πλάι τους ανταποδίδοντάς την αγάπη και τις θυσίες τους χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα.
Κάποιες φορές τους αφιέρωνε τον χρόνο και τα ψυχικά του αποθέματα σε βάρος της προσωπικής του ζωής μα λίγο τον ένοιαζε. Ήταν αποφασισμένος να τους δώσει την αγάπη που τους στέρησαν τα άλλα δυο τους παιδιά κι αυτό έκανε. Αυτός τους φρόντιζε, αυτός τους πρόσεχε, αυτός ήταν στο πλευρό τους σε κάθε χαρά ή λύπη. Σκούπιζε τα δάκρυά τους κι απολάμβανε τα χαμόγελά τους, όσο βεβιασμένα ή πικρόγλυκα κι αν έμοιαζαν.
Πέρασε ο καιρός και σαν να στάθηκε βαρύς στους ώμους του πατέρα του, ο οποίος θαρρείς πως λύγισε απ’ όσα κρατούσε μέσα η ψυχή του κι έκανε πίσω πρόωρα. Στιγμή δεν έφυγε απ’ το πλευρό του ο Αλέξανδρος, ούτε στην αρρώστια του ούτε στο νοσοκομείο όπου και πέθανε στα χέρια του· απ’ τη μια η απώλειά του κι απ’ την άλλη η μητέρα του, η οποία δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να ξεσπάσει σε δάκρυα στην αγκαλιά του μοναδικού ανθρώπου που της είχε απομείνει. Ήξεραν καλά πως είχαν μείνει οι δυο τους. Οι αδερφές του δεν ήταν εκεί ούτε αυτή τη φορά.
«Έχεις αδέρφια, αγόρι μου;» τον ρώτησε μια κυρία στο διάδρομο του νοσοκομείου. «Ναι, δυο αδερφές.» απάντησε ο Αλέξανδρος με το βλέμμα χαμηλωμένο. «Και πού είναι οι αδερφές σου, γιατί δεν είναι εδώ να κρατήσετε ο ένας το χέρι του άλλου; Η μητέρα σου σας χρειάζεται και τους τρεις.»
Ο Αλέξανδρος απέφυγε ν’ απαντήσει, μόνο την κοίταξε φευγαλέα και κατέβασε το κεφάλι χαμογελώντας πικρά. Να εξηγήσει τι και σε ποιον; Εκείνος ήξερε καλά κι αυτό του ήταν παραπάνω από αρκετό.
«Άκουσε με αγόρι μου, εσύ να είσαι δυνατός και να συνεχίσεις να στέκεσαι σπαθί δίπλα στη μάνα σου, σε έχει ανάγκη. Γιοι σαν εσένα κάνουν για δέκα κόρες, αυτό να το θυμάσαι.» Λόγια μιας ξένης που του έδωσαν δύναμη και τα κράτησε φυλαχτό για όσα θ’ ακολουθούσαν.
Επειδή η ζωή αρέσκεται να παίζει σκληρές παρτίδες και να γελάει με τα κακόγουστα αστεία της σε βάρος των άλλων. Ελάχιστους μήνες μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Κανένας απ’ τους δύο δεν το έβαλε όμως κάτω· μαζί στις εξετάσεις, μαζί στις χημειοθεραπείες, μαζί στα ατέλειωτα σούρτα-φέρτα σε νοσοκομεία και γιατρούς. Ο Αλέξανδρος ήταν πιο δυνατός από όσα του συνέβαιναν κι αυτό βάλθηκε να αποδείξει σε όλους μα πρώτα απ’ όλα στον εαυτό του.
Κι αν χρειαζόταν κάποιες στιγμές να σφίξει τα δόντια ή να σκουπίσει κανένα ξέμπαρκο δάκρυ κρυφά απ’ όλους το έκανε, χωρίς θόρυβο επειδή έτσι είχε μάθει, να είναι τράπεζα δύναμης για τους άλλους και να μην τους προδίδει ποτέ, ακόμα κι αν τον πρόδιδαν εκείνοι. Στο διάστημα αυτό είδε άλλωστε πολλούς «φίλους» του να τον αφήνουν στα δύσκολα, να προφασίζονται πως δεν έχουν χρόνο, να ορκίζονται πως θα είναι πλάι του σε ό,τι χρειαστεί και να εξαφανίζονται το αμέσως επόμενο λεπτό.
Από κανέναν δε ζήτησε τα ρέστα, καθώς εκτός από μαθημένος ήταν και περήφανος. Δεν καταδέχτηκε να λυγίσει ούτε ζήτησε βοήθεια, μόνο ήταν εκεί κι έκανε αυτό που ήξερε πως πρέπει να κάνει. Έμεινε άνεργος καθώς κανένας εργοδότης δε δεχόταν τις απαιτήσεις της αρρώστιας της μητέρας του και στο ζύγι της ψυχής του Αλέξανδρου, η γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο είχε μεγαλύτερη αξία από ένα οχτάωρο κι ένα μάτσο χαρτιά με νούμερα.
Σήμερα ο Αλέξανδρος εξακολουθεί να μένει με τη μητέρα του, καθώς μετά από ένα χτύπημα που είχε αναγκάστηκε να είναι κλινήρης και να έχει απόλυτη ανάγκη απ’ τη βοήθειά του. Αυτός είναι που την πλένει, της μαγειρεύει, την μετακινεί στην αγκαλιά του και της δίνει νόημα να ζει.
Κι ας μην έχει πια φίλους, κι ας μην έχει πια δουλειά, κι ας μην έχει χρόνο για να κοιτάξει έστω και λίγο εγωιστικά μα ανθρώπινα τον εαυτό του. Ξέρει πως όλα θα γίνουν κάποια στιγμή. Η ζωή του έχει μάθει άλλωστε με τον σκληρότερο τρόπο πως τα παραμύθια μπορεί να μην έχουν πάντα καλό τέλος, έχουν όμως αδιαπραγμάτευτα ήρωα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έναν ήρωα που δεν απαίτησε ποτέ του το ελάχιστο χειροκρότημα.
Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Πωλίνα Πανέρη
Αυτή ήταν η ιστορία του Αλέξανδρου. Στείλε τη δική σου εδώ.