Ένα ταξίδι στη Βουδαπέστη ήταν αρκετό για να χαραχτεί στη μνήμη της Μαρίας. Ξεκίνησε για να συναντήσει μία φίλη της που σπούδαζε εκεί και να κάνει ταυτόχρονα και τις διακοπές της. Άλλη όμως ήταν η συνάντηση που θα έκλεβε την παράσταση.
Καθώς περπατούσαν στο δρόμο κάνει την εμφάνισή του ένας νεαρός φοιτητής για να χαιρετίσει τη φίλη της Μαρίας. Η φράση «της κόπηκαν τα πόδια» είναι λίγη για να περιγράψει το πώς ένιωσε. Δε μίλησε, δεν μπόρεσε, κοιτούσε απορημένη και γοητευμένη ταυτόχρονα όση ώρα οι άλλοι δύο τα λέγανε. Περίμενε και περίμενε μέχρι να φύγει, για να ρωτήσει αυτά που την έτρωγαν· ήθελε συγκεκριμένες απαντήσεις αλλά δυστυχώς δεν ήταν αυτές που ήλπιζε. «Δεν είναι για ‘σένα, έχει σχέση», άκουσε και ξενέρωσε.
Το άφησε εκεί, δε συνέχισε. Το μυαλό όμως παίζει τόσο περίεργα παιχνίδια, σχεδόν όσο κι η μοίρα. Περνούσε ο καιρός κι η Μαρία επισκεπτόταν συχνά τη Βουδαπέστη για να βλέπει τη φίλη της κι επί την ευκαιρία και το γνωστό-άγνωστο φοιτητή.
Οι κοινές έξοδοι άρχιζαν και κατέληγαν με έναν απλοϊκό χαιρετισμό αφού κι οι δύο πλευρές ήταν πλέον γαντζωμένες σε εφήμερες σχέσεις. Ένιωθαν ότι η σωστή στιγμή δε θα αργούσε να έρθει. Έτσι έφτασε το καλοκαίρι που βρήκε τη Μαρία ελεύθερη και τον καρμικό –πτυχιούχο πια– νέο πίσω στην Αθήνα.
Ένα check-in στο facebook μια καλοκαιρινή μέρα στο Mall έγινε η αφορμή για να ζητήσει ο νεαρός απ’ τη Μαρία να πιούνε έναν καφέ με την πρόφαση της κοντινής απόστασης. Χωρισμένος αυτός, είχε όλη την καλή διάθεση να στήσει κάτι καινούριο απ’ την αρχή. Ο πρώτος καφές έφερε κι άλλους με αποτέλεσμα οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας να έρχονταν όλο και πιο κοντά.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα, αυτή δεν ήταν έτοιμη για σχέση. Δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει, πόσο μάλλον να τη βλέπει να απομακρύνεται. Πληγώθηκε, θίχτηκε ο εγωισμός του, έσκυψε το κεφάλι και προχώρησε στη ζωή του.
Υπήρχε μια φλόγα μεταξύ τους, την έβλεπε, την είδαν κι οι δύο αλλά την έσβησαν. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος μέχρι την επόμενη συνάντηση στα γενέθλια της κοινής τους φίλης. Ξύπνησαν οι αναμνήσεις κι άντε τώρα να γλιτώσουν. Αυτή μετανιωμένη για τη φυγή της, αγωνιά για ένα του βλέμμα, εκείνο που άφησε ένα χρόνο πριν. Αυτός δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του και ξεκινάει τα πειράγματα δίνοντάς της την προσοχή που ζητούσε.
Λίγα λεπτά ήθελε για να αρχίσει να φαντάζεται το μέλλον μαζί του, όμως για ακόμη μία φορά δεν πήρε την απάντηση που ήθελε. Ένα χρόνο μετά κι αυτός είχε βρει την επόμενη. Προσπαθώντας να μπαλώσει την κατάσταση, της εξομολογήθηκε ότι είναι στα χωρίσματα, όπου να ‘ναι θα είναι ελεύθερος. Τον πίστεψε, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έτσι, άρχισαν οι καφέδες και τα μηνύματα, ξανά το ίδιο μοτίβο, όπου δεν άργησε να επέλθει το μοιραίο.
Αυτός ακάθεκτος, μοιραζόταν ανάμεσα σε σχέση και «καφέδες». Προσπαθούσε να τα ισορροπήσει και τα δύο, νόμιζε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει. Δεν ήταν εύκολο να πει την αλήθεια, ήθελε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Σε κάθε αναφορά για τον επικείμενο χωρισμό του προφασιζόταν δικαιολογίες, αυτές τις γνωστές τύπου «θέλω αλλά δεν μπορώ». Ίσως να μην ήταν δικαιολογίες, ίσως να παιζόταν κάτι άλλο, όμως αδιαμφισβήτητα ήταν δειλός και φοβισμένος.
Κι έρχεται το κερασάκι στην τούρτα. Βράδυ πρωτοχρονιάς, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η συνοδός διότι θα ανοίξει την αυλαία της νέας χρονιάς, αυτός επέλεξε τη σχέση του. Η Μαρία λύγισε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε; Οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη με τον πιο βάναυσο τρόπο, μια τρικυμία «εν κρανίω» που έψαχνε διέξοδο.
Μοιραζόταν τον ίδιο άντρα με μία άγνωστη. Ακόμα κι αν ήταν το τρίτο πρόσωπο ήξερε ότι αυτή τον γνώρισε πρώτη κι ας έχασε την ευκαιρία της. Μία ακόμη ζητούσε. Βασανιζόταν με την ιδέα ότι αυτός της γύρισε την πλάτη και προτίμησε την «κοπέλα» του. Χανόταν σε ερωτήματα που τη βασάνιζαν με κύριο το γιατί να μην ήταν η πρώτη του επιλογή. Τι της έλειπε; Αυτός της έλειπε, ήταν αρκετό.
Τελικά βρήκε τη διέξοδο που έψαχνε. Τον κάρφωσε στεγνά στην κοπέλα του. Κατινιά ήταν και το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο. Σε πόσα κομμάτια να σπάσει ακόμα; Η αντίδρασή της δεν ήταν αυτή που περίμενε, το πήρε πολύ χαλαρά, σαν να το ήξερε απ’ την αρχή. Μάλλον γνώριζε τι άνθρωπο είχε δίπλα της ή βρισκόταν στην ίδια θέση με τη Μαρία. Καμία δεν μπορούσε να κάνει πίσω, μάχη σώμα με σώμα μέχρι τελικής πτώσης, για κάποιον που τις πρόδωσε πριν «αλέκτωρ λαλήσει τρις». Έτσι είναι ο έρωτας, δεν έχει λογική, δεν έχει πίσω πόρτα.
Η δική του αντίδραση απ’ την άλλη, ήταν σκληρή. Η κοπέλα του ρουφιάνεψε τη Μαρία, δίνοντας τελεσίγραφο. Ένιωσε εκτεθειμένος, πολύ παραπάνω απ’ ό,τι πίστευε. Στην προσπάθειά του να πάρει τη σωστή γι’ αυτόν απόφαση ξέκοψε με ένα μήνυμα τη Μαρία. Κυνηγητό τόσων χρόνων και τελείωσε μ’ ένα μήνυμα. Αυτό ήταν, ο δειλός κατέληξε.
Ούτε την ελάχιστη ευαισθησία δεν είχε για μία πρόσωπο με πρόσωπο ετυμηγορία. Μία σχέση τσιρότο. Αποποιήθηκε έναν άνθρωπο, μόνο και μόνο επειδή δεν του έκατσε την πρώτη φορά ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε. Το εύκολο, το ήδη στημένο τον έκανε να ψάξει αλλού κι όμως εκεί αυτός προσκολλημένος στην κοπέλα με ημερομηνία λήξης. Κατακλυσμένος από φόβο δεν είδε την ειρωνεία.
Τόσα μηνύματα έστειλε η Μαρία για να εξηγήσει, να δικαιολογήσει την πράξη της χωρίς αποτέλεσμα. Δεν έκατσε να ακούσει όσα είχε να πει γιατί δεν τον βόλευε. Η αλήθεια είναι όταν τελειώνεις τον άλλο μ’ ένα μήνυμα, δε θες και να του ξαναμιλήσεις. Δεν είχε να πει κάτι, έκανε την επιλογή του και δεν την άλλαζε.
Κάπως έτσι χάθηκε από προσώπου γης. Κανένα σημείο ζωής κι έμεινε η Μαρία μόνη να παλεύει με τον πόνο και τις αμφιβολίες της. Δεν ήθελε να τελειώσει γιατί δεν πρόλαβε καν να αρχίσει. Όχι έτσι. Δεν πήρε το κλείσιμο που της χρωστούσε, το τέλος που άξιζε. Πώς να γυρίσει σελίδα, όταν δεν έχει γραφτεί η προηγούμενη, όταν την άφησε μισή; Είναι αδύνατο.
Η πόρτα έχει μείνει ανοιχτή. Της λείπει το γέλιο του, η μυρωδιά του, τα συναισθήματα που αυτός της ξύπνησε και δεν πρόλαβε να μοιραστεί. Δε γίνεται να ξεχάσει το πώς ένιωσε, είναι μέσα της σε κάθε στιγμή χαράς και πόνου. Στιγμές απ’ τη Βουδαπέστη μέχρι και την Αθήνα που δε σβήνονται, χιλιόμετρα ενθουσιασμού κι ηδονής. Αν γύριζε ο χρόνος πίσω, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, αλλά έτσι είναι, η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει.
Επιμέλεια Κειμένου Θάνου Αραμπατζή: Πωλίνα Πανέρη