Καλοκαίρια. Αυτές οι εποχές που πάντα κρύβουν έναν έρωτα, ένα μυστικό. Στις ακρογιαλές και τα δειλινά κρύβεται η μαγεία. Έτσι και για τη Βίκυ, τα καλοκαίρια έχουν κάτι το αλλιώτικο, αναστατώνουν με ένα όμορφο και μυστηριώδη τρόπο τη ζωή της.

Η ιστορία ξεκινάει σε ένα νησί. Η Βίκυ ήταν 12 χρονών και όπως συμβαίνει στην αρχή της εφηβείας γνώρισε ένα αγόρι. Εκείνος ήταν μόνιμος κάτοικος. Εκείνη περνούσε εκεί τα καλοκαίρια της.

Μα ήταν η πιο παράξενη γνωριμία. Δε μίλησαν ποτέ, η ματιά μιλούσε γι’ αυτούς. Την κοίταξε, τον κοίταξε και τα βλέμματα διασταυρώθηκαν για να ξεκινήσει ένα παιχνίδι μυαλού και φαντασίας, που δεν έχει ημερομηνία λήξης.

Η μυστική επικοινωνία που είχαν μεταξύ τους δε σταμάτησε ποτέ. Κάθε φορά που συναντιόνταν, κοιτάζονταν και τα μάτια έλεγαν πιο πολλά από όσα θα έλεγε το στόμα, το κορμί.

Τα χρόνια κυλούσαν και το παιχνίδι συνεχιζόταν έτσι όπως άρχισε.

Κάποιες φορές η Βίκυ αναρωτιόταν γιατί ποτέ δεν έκανε εκείνος μια κίνηση να μιλήσουν. Όσο και να την εξίταρε αυτό που γινόταν, είχε την ανάγκη όπως όλοι οι άνθρωποι να έρθει πιο κοντά του, να τον γνωρίσει αληθινά.

Εκείνος όμως, ήταν πάντα σιωπηλός, μόνος, ίσως και μοναχικός. Θυμάται να την καρφώνει με το βλέμμα στα κλαμπ που πήγαιναν πάντα από μακριά, κρατώντας το ποτό του.

Οι καυτές ματιές έχουν σημαδέψει την ψυχή της. Τις θυμάται όλες, μια προς μία, στα σοκάκια, στην παραλία, στα κλαμπ. Ο χρόνος σταματούσε τότε. Κοιτάζονταν έντονα, μα ύστερα προσπερνούσαν.

Γύρω στα είκοσι, η Βίκυ τον είχε ερωτευτεί. Αυτή η ύπαρξη είχε κάνει την καρδιά της να σπαρταράει. Αναρωτιόταν αν ποτέ θα έκανε επιτέλους εκείνη την πολυπόθητη κίνηση να έρθει κοντά της. Όμως ούτε εκείνη την έκανε. Όπως εκείνος δεν τολμούσε για λόγους που δε γνωρίζει, έτσι κι εκείνη.

Ίσως σκεφτόταν ότι δεν ήθελε και να ήταν ιδέα της, ίσως να είχε σχέση, ίσως να είχε άλλα γούστα. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως όλο αυτό ήταν στη σφαίρα της φαντασίας της. Μα κάθε φορά που τα βλέμματα τους συναντιόνταν κι εκείνος την κοιτούσε με αυτόν τον διαπεραστικό τρόπο σαν να λέει: «είσαι δική μου, σε θέλω», τότε έσβηναν οι αμφιβολίες, ξεχνούσε τα πάντα γύρω της και παραδινόταν σε αυτό το αισθησιακό παιχνίδι.

Κάποια στιγμή χάθηκε από το νησί. Πέρασαν κάποια χρόνια που δεν πήγαινε. Μια τα γκομενικά της, μια οι εξεταστικές, μια η δουλειά, δεν είχε χρόνο. Επέστρεψε στα 25 κι αυτός εκεί, ακόμα να την κοιτά με το ίδιο βλέμμα σαν να μην είχε περάσει ούτε λεπτό.

Το ίδιο εξακολουθούσε και όταν η Βίκυ έγινε τριάντα. Τότε που τα είχε βάλει στη ζωή της όλα σε μια σειρά. Είχε τη δουλειά της, τον άντρα της, είχε δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια. Ακόμα και τότε που δεν την έβλεπε μόνη, συνέχιζε να τις ρίχνει αυτές τις μοναδικές, αξέχαστες ματιές.

Μα τι βασανιστικό παιχνίδι αναρωτιόταν εκείνη. Πόσο θα κρατούσε αυτό; Γιατί να το έκανε αφού ποτέ δεν είχε σκοπό να τη γνωρίσει; Ίσως μέσα της να ένιωθε μια αγανάκτηση. Έσπαγε το κεφάλι της να καταλάβει γιατί την εξίταρε τόσο αυτός ο τύπος, γιατί να της αρέσει τόσο αυτό που συμβαίνει και γιατί δεν μπορούσε να το σταματήσει. Μα όσο προσπαθούσε να διαλευκάνει το μυστήριο, όσο και να βασανιζόταν να καταλάβει, τόσο μπερδευόταν περισσότερο.

Η Βίκυ είναι πια σαράντα κι ακόμα δέχεται αυτές τις διαπεραστικές ματιές. Η μαγεία δεν είναι ίδια πια, έχει ξεθωριάσει μέσα της μετά από τόσα χρόνια. Δεν είναι πια το παιδάκι που τον προκαλούν αυτού του είδους τα παιχνίδια. Πλέον της φαίνεται πολύ αλλόκοτο που πάντα εκείνος ήταν μόνος και που ποτέ δεν την πλησίασε έστω και φιλικά.

Όμως βρίσκεται και στην κατάλληλη ωριμότητα να σκεφτεί πως δεν έχει καμία σημασία.

Δεν είναι γραφτό να γίνονται όλα έτσι όπως τα ονειρευόμαστε. Κάποιες φορές δεν είναι ανάγκη να μπλέκουμε σε ανούσιους έρωτες και παράλογες καταστάσεις που δεν έχουν αίσιο τέλος.

Καλύτερα να αφήνουμε ένα απωθημένο, έναν έρωτα που αιωρείται και δεν αγγίξαμε, για να γεμίζουμε τη ζωή μας με ευχάριστες, γλυκές και αθώες αναμνήσεις. Έχουμε ανάγκη να ζωντανεύουμε με διάφορους τρόπους το παιδί που έχουμε μέσα μας. Έτσι και η Βίκυ κάνοντας τώρα απολογισμό καταλήγει πως είναι πολύ καλύτερα που ποτέ δεν έγινε κάτι μεταξύ τους.

Τώρα θα έχει να διηγείται αυτήν την παράξενη μα ρομαντική ιστορία και να τη θυμάται με ένα χαμόγελο στα χείλη.

Κλείνοντας θέλει να πει ευχαριστώ σε εκείνον το μυστηριώδη γνωστό άγνωστο.

Τον ευχαριστεί για όλες τις υπέροχες γαλάζιες ματιές που αντάλλαξαν, που την κάνουν να χαμογελά πλατιά. Τον ευχαριστεί, γιατί της θυμίζει τα πιο όμορφα και ανέμελα χρόνια της εφηβικής της ζωής.

Τον ευχαριστεί που δεν έσπασε τα μάγια με τα λόγια.

Το βλέμμα και το χαμόγελο θα μείνει για πάντα χαραγμένα στο μυαλό και στην καρδιά της. Δε θα ξεχαστούν ποτέ. Εξάλλου εκείνο το βλέμμα ακόμα συνεχίζεται. Ως πότε, κανείς δεν ξέρει!

Αυτή ήταν η ιστορία της Βίκυς για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ!

 

Eπιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Κατερίνα Σκόνδρα