Απόψε θα σας πω μια ιστορία. Μια ιστορία για το πώς η φιλία γίνεται έρωτας. Για το πώς παλεύεις για τους ανθρώπους που αγαπάς. Για τις θυσίες που κάνεις γι’ αυτούς. Ο Γιάννης κι η Ειρήνη γνωρίζονταν από παιδιά. Οι μαμάδες τους ήταν κολλητές απ’ τα φοιτητικά τους χρόνια, το ίδιο και οι μπαμπάδες τους. Τη δικιά τους φιλία, λοιπόν, την κληροδότησαν και στα παιδιά τους.

Ο Γιάννης ήταν ο παιδικός της φίλος, ο καλύτερός της φίλος. Ήταν εκεί στις πιο μεγάλες στιγμές της παιδικής της ηλικίας. Στα γιορτινά τραπέζια, στα πρώτα μπάνια και στα παιχνίδια. Ταξίδευαν μαζί, άνοιγαν τα χριστουγεννιάτικα δώρα μαζί και μοιράστηκαν τις πρώτες τους ζαβολιές. Τα δυο παιδάκια παρά τα χιλιόμετρα που τα χώριζαν, μεγάλωναν μαζί. Μάθαιναν τον κόσμο μαζί.

Τα πρώτα χρόνια πέρασαν κι ήρθε η ώρα τους να πάνε στο σχολείο. Τα πιτσιρίκια μόλις είχαν αρχίσει να μαθαίνουν να γράφουν και να διαβάζουν και τους καρφώθηκε η ιδέα ν’ αρχίσουν ν’ αλληλογραφούν, μειώνοντας έτσι την απόσταση που τα χώριζε και φροντίζοντας η φιλία τους να παραμείνει ζωντανή.

Εκείνη την εποχή, βλέπετε, ήταν της μόδας τα γράμματα. Το ίντερνετ είχε ελάχιστες δυνατότητες, τα social media απουσίαζαν και η στενότερη επαφή των παιδιών με την τεχνολογία τότε ήταν το «φιδάκι» σε κάτι μυθικά και γιγάντια, για τα σημερινά δεδομένα, κινητά.

Στην αρχή τα γράμματα που αντάλλαζαν ήταν σύντομα κι οι λέξεις τους λίγες. Καθώς περνούσε, όμως, ο καιρός, τα λευκά χαρτιά γέμιζαν όλο και πιο πολύ κι οι λέξεις πολλαπλασιάζονταν, έτσι τα παιδιά δένονταν με ακόμη πιο σφιχτούς κόμπους. Η επικοινωνία τους συχνή και σταθερή. Μεταξύ τους τα έλεγαν όλα και δεν άφηναν μυστικό για μυστικό. Η συνήθεια αυτή με τα γράμματα σκόπευε να κρατήσει χρόνια.

Ο χρόνος πέρασε σχεδόν απαρατήρητος και τη θέση των παιδιών πήραν τώρα δύο έφηβοι. Σταμάτησαν ν’ ακολουθούν τους γονείς τους. Άρχισαν να κάνουν δικές τους παρέες και συνεπώς και δικό τους πρόγραμμα. Η τελευταία φορά που τον είδε ήταν στα 13 της σε κάτι διακοπές σ’ ένα απ’ τα πιο όμορφα μέρη της Ελλάδας. Τον είδε ξανά έπειτα από χρόνια. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως σταμάτησαν και τα γράμματα.

Οι καιροί άλλαξαν, τους έφηβους διαδέχθηκαν δυο νέοι, η τεχνολογία εξελίχθηκε κι ήρθε η στιγμή που τα πολύτιμα γράμματά τους τ’ αντικατέστησε το facebook. Πλέον μιλούσαν κάθε μέρα και για ώρες πολλές. Της ήταν αδύνατον να μην τον ερωτευτεί. Ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις της να σκεφτεί τη σχέση που ήδη είχε ή το γεγονός πως ο Γιάννης μόλις είχε βγει από μία άλλη. Της ήταν αδύνατον να υπολογίσει μια σχέση που δεν τη γέμιζε και ν’ αγνοήσει όλα αυτά που από μικρό κοριτσάκι ήθελε.

Αρχές άνοιξης ήταν, όταν ο Γιάννης μπήκε στο σπίτι της ξανά κι έκανε την ύπαρξή της ν’ ανθίσει μαζί με τις αμυγδαλιές. Μετά από χρόνια ο Γιάννης πήρε την απόφαση να συνοδέψει τη μαμά του στο σπίτι της καλύτερής της φίλης. Στο σπίτι εκείνο των παιδικών αναμνήσεων. Κι ας ήταν άλλος ο λόγος που τον τράβηξε ξανά η πρωτεύουσα.

Τις μέρες που έμειναν μαζί ο πλατωνικός, ως τότε, έρωτάς τους πήρε για πρώτη φορά σάρκα κι οστά. Ήρθε η μέρα που τ’ απωθημένα πήραν εκδίκηση και τα πάθη είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Τα δύο παιδιά μεγάλωσαν γι’ άλλη μια φορά μαζί. Το πώς την έκανε να νιώσει, δεν μπορεί ακόμα να βρει τα σωστά λόγια να το περιγράψει. Να βρει λέξεις τόσο όμορφες, όσο το συναίσθημα που της χάρισε για να το στολίσει. Όμως, όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος. Κυρίως, τα καλά.

Η μέρα που ο Γιάννης έπρεπε να φύγει για να γυρίσει πίσω στην πόλη και στις υποχρεώσεις δεν άργησε να έρθει. Η Ειρήνη πόνεσε πολύ και φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. Φοβήθηκε τη συνέχεια, το μετά. Αυτό το μετά που μας χαλάει πάντα τη στιγμή και δε μας αφήνει να ζήσουμε το τώρα. Αυτό το αναθεματισμένο μετά, που μας στοιχειώνει. Αλλά θα μου πεις, ποιος είδε τα όνειρά του να αγγίζουν την πραγματικότητα και δεν τρόμαξε.

Και τώρα τι κάνεις; Συνεχίζεις σαν να μην έγινε τίποτα ή επιμένεις να πάρεις αυτό που σου αξίζει; Και πώς προχωράς από κάτω, όταν στην πρώτη σας αγκαλιά ακούστηκε έναν «κλακ» και κουμπώσατε, τόσα φανερά. Δειλιάζεις και φεύγεις ή μένεις και μετράς της αντοχές σου;

Η Ειρήνη φοβόταν πάντα την απόσταση. Φοβόταν να λείπει απ’ τις καλύτερες στιγμές του κι εκείνος ν’ απουσιάζει απ’ τις δικές της. Φοβόταν τη ζήλια της, τις αναμονές και τα τηλέφωνα, τις Κυριακές που δε θα περνούσαν μαζί. Ο Γιάννης, όμως, την άλλαξε για πάντα. Και την ίδια και τον κόσμο. Την έκανε να νιώσει έτσι, όπως κανένας άλλος δε θα κατάφερνε. Την έκανε να τον επιλέξει.

Να τον επιλέγει κάθε μέρα και ν’ αφήνεις στην άκρη τους φόβους της για χάρη του. Ο Γιάννης έκανε την προσπάθεια ν’ αξίζει και τα εμπόδια να μοιάζουν ασήμαντα. Υποθέτω πως έτσι σε κάνει να νιώθεις ο άνθρωπός σου. Να θέλεις για χατίρι να υπερβαίνεις κάθε μέρα τον εαυτό σου. Γιατί ο άνθρωπός σου είναι αυτός, που θα σου απλώσει το χέρι και θα σε τραβήξει μπροστά μαζί του.

Ο Γιάννης για την Eιρήνη είναι η παιδικότητά ης, ο καλύτερός της φίλος κι ο πρώτος της έρωτας. Έχει περάσει 1,5 χρόνος από τότε κι είναι ακόμα μαζί. Ξέρω πως θα είναι για πολύ καιρό ακόμα. Η Ειρήνη δε φοβάται πια, αλλά εμπιστεύεται τον άνθρωπο που διάλεξε γιατί τον θέλει περισσότερο απ’ όλα στη ζωή της. Το μυστικό της επιτυχίας τους; Ο απόλυτος κι αμοιβαίος τους έρωτας.

«Για όλους μας υπάρχει ο ένας και μοναδικός, ο άνθρωπός μας εκεί έξω κι εγώ βρήκα τον δικό μου. Ας μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Και στην άλλη άκρη του κόσμου να ήταν, εγώ θα τον περίμενα γιατί είναι ο υπεύθυνος της ευτυχίας μου.»

Τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας είναι αληθινά κι όχι, δεν αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας. Ελπίζω να σας εμπνεύσουν αρκετά, για να βρείτε το θάρρος να ζήσετε τους δικούς σας έρωτες. Αρκετά για να μη χάσετε την ευκαιρία, για να μη μετανιώσατε. Ναι, όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν. Αν όμως, είσαι διατεθειμένος να ρισκάρεις, τότε είναι που έρχονται τα καλύτερα, όπως μας έμαθε η Ειρήνη.

Ερωτευτείτε, γιατί χανόμαστε!

 

Αυτή ήταν η ιστορία της Ειρήνης. Στείλε τη δική σου εδώ.

Συντάκτης: Ελευθερία Ηλιοπούλου