Τον είδε πρώτη φορά στο λεωφορείο ένα πρωί που πήγαινε στη σχολή. Κάθε φορά με τη τσίμπλα στο μάτι δεν πρόσεχε κανέναν. Ντυμένος στα μαύρα με βλέμμα έντονο και βαθύ που τη διαπέρασε. Πώς να μην το προσέξει; Κι ύστερα τον έχασε για μέρες.
Μετά από εβδομάδες μια γνωστή τη χαιρέτησε στο δρόμο. Κρατιόντουσαν από το χέρι. Της μιλούσε η κοπέλα κι εκείνος με θράσος την κάρφωνε στα μάτια. Με το ίδιο έντονο βλέμμα. Ξενέρωσε τότε η Μαρία – ή τουλάχιστον έπρεπε να ξενερώσει καταλογίζοντάς του κάτι αρνητικό.
Στη σχέση της περνούσε όμορφα αν και το τελευταίο διάστημα μπήκε η απόσταση στη μέση. Κάθε δύο μήνες βλεπόντουσαν αλλά όλα ήταν καλά. Μέχρι που είδε ξανά το Γιάννη σε μια συνέλευση της σχολής. Ξέρεις, είναι κάποια τυχαία γεγονότα της μοίρας ή του πεπρωμένου που δεν μπορείς να αποφύγεις. Μελαχρινός, μουσάτος, αντικοινωνικός, μυστήριος. Και το μυστήριο αρέσει σε ανθρώπους που θέλουν ή που τους λείπει το πιπέρι στη ζωή. Καρφώθηκε ο ένας στον άλλον. Σε ποιoν από τους δύο τώρα να καταλογίσει κάτι αρνητικό και να ξενερώσει; Είχε μπει στο ίδιο παιχνίδι.
Τους σύστησε ένας γνωστός κι από τότε οι επαφές έγιναν συχνότερες. Πότε στη σχολή, πότε έξω, πότε τυχαία πότε εσκεμμένα τυχαία. Έκλεισαν ραντεβού ένα βράδυ Μαΐου σ’ ένα παραθαλάσσιο πάρκο. Το σκηνικό άψογα φτιαγμένο λες και κάποιος προηγουμένως το ετοίμασε. Ξαστεριά, ανοιξιάτικος αέρας, μπύρα, τσιγάρο. Εκείνος ελεύθερο πνεύμα και χωρίς ταμπού, έδινε απλοϊκές λύσεις στα προβλήματα, άσπρο ή μαύρο. Εκείνη με τόσα «πρέπει» στο κεφάλι της οι λύσεις μπερδεύονταν σε όλες τις αποχρώσεις του καμβά.
Όταν ο άλλος πρεσβεύει τόσο διαφορετικές αρχές από αυτές που έχεις μάθει, την πατάς γερά κι ανεπιστρεπτί. Η μοίρα επιδιώκει μέσω εσένα να αποδείξει ότι τα ετερώνυμα έλκονται, να σε διαλύσει για να επιβεβαιωθεί. Περνούσε ο καιρός και μιλούσαν ατέλειωτα. Χάζευε όταν τον κοιτούσε, τα λεγόμενα ασήμαντα αν τον είχε απέναντι, ξεχνούσε τη σχέση της, έκανε κατάληψη το μυαλό της, ευθαρσώς και υποδούλως. Την πάτησε.
Τελείωσε η εξεταστική και επέστρεψαν κι οι δύο πίσω στα σπίτια τους στην Αθήνα. Η Μαρία συνάντησε το αγόρι της για να μπορέσει να καταλάβει. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που σου ακουμπούν το σώμα και δεν έχουν τη ίδια δύναμη πάνω σου όπως άλλους που σου ακουμπούν τη ψυχή. Κι ο Γιάννης δεν την είχε αγγίξει καν μα τον είχε ερωτευτεί. Έτυχε να συναντηθούν ένα βράδυ σε κοινή παρέα. Τα «απαγορευμένα» είναι γλυκά γιατί δεν εκδηλώνονται. Μόνο κάτι σκόρπιες λέξεις κράτησε η Μαρία ότι θα έφευγαν ένα τριήμερο για ελεύθερο κάμπινγκ. Με μια δικαιολογία στο φίλο της καταλήγει να κοιμάται στη σκηνή μαζί με το Γιάννη. Δεν άγγιξαν πότε ο ένας τον άλλον. Πέρασαν τρεις μέρες μαζί και δεν έκαναν τίποτα. Μόνο ερωτεύονταν.
Στην επιστροφή ήρθαν τα σωστά και τα λάθος να της θυμίσουν πως δεν ήταν εντάξει με τη σχέση της. Κάποια στιγμή ανακαλύπτει ότι ο σύντροφός της έκανε παρέα μαζί με το Γιάννη στο παρελθόν. Απομακρύνθηκε για ολόκληρο καλοκαίρι μετά από ‘κείνο το τριήμερο. Πήγε διακοπές με το φίλο της και προσπάθησε να βάλει τάξη στη ζωή της όπως την είχε πριν εμφανιστεί αυτός. Προσπάθησε. Πραγματικά προσπάθησε.
Τον Σεπτέμβρη επιστρέφει στη σχολή και τερματίζει τη σχέση της. Ήταν άδικο να προσπαθεί να κρατήσει κάτι για το οποίο δεν μπορούσε να ελέγξει. Κι ήταν κρίμα να αφήσει πίσω αυτό που ήθελε πιο πολύ απ’ οτιδήποτε. Του αφιέρωσε λοιπόν τρία χρόνια από τη ζωή της. Ο Γιάννης φρόντισε να της αποδείξει πως έκανε το σωστό. Της έδωσε στιγμές χωρίς όρια, χωρίς όρους, της έμαθε τη φωτιά μέσα της και της ξύπνησε όσα ήταν δειλά και φοβισμένα. Εξάλλου αυτό τη γοήτευε πάντα. Η δύναμή του να την κρατά ελεύθερη και δέσμια μαζί.
Πάνε πέντε μήνες που τον άφησε. Για κάτι λόγια που άκουσε, για κάτι τρίτους που μπλέχτηκαν, για φίλους, για συγγενείς, για λάθη που τους φόρτωσαν χωρίς να ‘ναι δικά τους. Δεν έχουν πια σημασία αυτά. Σημασία έχουν τα συναισθήματα και ο χρόνος που αφήνουν να χάνεται χωρίς μοιρασιά. Τα Σαββατόβραδα που δεν ξενυχτάνε μαζί και τα σεντόνια που δεν τσαλακώνουν παρέα. Οι συναυλίες που ίδρωσαν κάποτε τραγουδώντας κι οι βόλτες που ερωτεύτηκαν.
Εκείνος είναι εκεί να ζητά καινούργια αρχή κι εκείνη αναλώνεται στα ρητά του κόσμου και τα στιχάκια των πικραμένων. «Ο κόσμος δε λέει να μη γυρνάμε πίσω; Δε λέει να προχωράμε μπροστά; Αν ραγίσει το γυαλί δεν ξανακολλάει, αυτό δε λένε όλοι;»
«Να συστηθούμε ξανά και να ζήσουμε σαν να δεν υπάρχει αύριο. Έτσι όπως μου έμαθες εσύ. Τι λες, πάμε πάλι από την αρχή;»
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παναγιώτου: Κατερίνα Κεχαγιά.