Αυτή είναι η ιστορία της Λίζας, που πίστεψε στον έρωτα και τον είδε να χάνεται μπροστά στα μάτια της.

Η Λίζα, όπως και κάθε κοπέλα, όταν ήταν μικρή πίστευε ότι ο έρωτας είναι όπως διαβάζουμε γι’ αυτόν στα παραμύθια. Κάπως σαν τις ταινίες που βλέπουμε, όπου πρώτα έρχεται το φλερτ, μετά η καψούρα, έπειτα ο έρωτας κορυφώνεται μέχρι να σε τρελάνει, γίνεται αγάπη και, κάπως έτσι, έρχεται το όμορφο τέλος και επισφραγίζεται η όλη ιστορία με ένα γάμο και με την ευχή «να ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».

Ή, τέλος πάντων, κάπως έτσι.

Αυτό, όμως, που δεν είχε υπολογίσει η Λίζα, είναι ότι η ζωή δεν είναι ταινία, εκείνη δεν είναι η λαμπερή πρωταγωνίστρια και ο έρωτας δεν καταφέρνει πάντα να επιβιώσει.

Αλλά, ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η Λίζα άφησε την πόλη της Στερεάς Ελλάδας, απ’ όπου καταγόταν, και ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο ως φοιτήτρια, ψάχνοντας, παράλληλα με το διάβασμα και τις εξεταστικές και για τον πρίγκιπά της.

Και αυτός δεν άργησε να έρθει, σαφώς όχι πάνω σε άσπρο άλογο, αλλά φορώντας ένα άσπρο t-shirt. Και, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, τον γνώρισε σ’ ένα φιλικό τραπέζι, που δεν ήθελε καθόλου να πάει.

Ο πρίγκιπας, συγγνώμη, ο Άρης, ήταν ένα παιδί ψηλό, μελαχρινό με μελί μάτια και βαριά, νησιώτικη προφορά. Από το πρώτο λεπτό, η Λίζα κατάλαβε, ότι ο Άρης ήταν ο έρωτάς της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, της χαμογέλασε και οι ζωές τους δέθηκαν μαγικά.

Ο Άρης ήταν η ψυχή της παρέας. Γελαστός με όλους, κοινωνικός και αξιαγάπητος. Κι έτσι απλά, οι δύο τους ερωτεύτηκαν. Χωρίς όρια. Χωρίς καμία λογική. Ξάπλωνε δίπλα του και δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Δεν ήθελε να χάσει ούτε ένα λεπτό από την καθημερινότητά τους. Το άρωμά του έμενε στο σώμα της για ώρες. Κι όταν εκείνος έπρεπε να φύγει από το σπίτι της, εκείνη χόρευε σαν χαζή από τη χαρά της.

Μπορεί τα πράγματα να μην ήταν πάντοτε ρόδινα για τη Λίζα και τον Άρη, αλλά το πάλευαν. Προσπαθούσαν για το καλύτερο. Κάθε Παρασκευή μεσημέρι είχε πλέον καθιερωθεί το ραντεβού τους στο στέκι που είχαν μαζί με τους φίλους τους. Κάτι σαν άγραφος νόμος, όπου διασκέδαζαν όλοι μαζί και εκείνος της αφιέρωνε τραγούδια και της φώναζε πόσο πολύ την αγαπάει. Κι εκείνη λουζόταν στο φώς της ευτυχίας, εκφράζοντας με τη σειρά της την αγάπη της για τον Άρη.

Και κάπως έτσι κυλούσε ο καιρός.

Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Ο Άρης, όμως, είχε ξεχάσει ν’ αναφέρει στη Λίζα μία μικρή, μα συνάμα πολύ σημαντική λεπτομέρεια. Κάτι που έμελλε να αλλάξει τις ζωές τους ανεπανόρθωτα. Ο Άρης, όντας νησιώτης, δεν έκανε ποτέ γιορτές με την καλή του. Επέστρεφε στο νησί του, όπου εκεί ήταν λογοδοσμένος με άλλη κοπέλα. Για ευκολία, ας την πούμε Στεφανία. Βλέπετε, ο Άρης καταγόταν από ένα νησί, όπου ήταν έθιμο να λογοδίνονται από νεαρές ηλικίες. Και εκείνος, φυσικά, δεν μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Ζούσε δύο ζωές, λοιπόν, μία στο όμορφο νησί του με τη Στεφανία και μία στη μεγαλούπολη με τη Λίζα.

Τα νέα τα ‘μαθε η Λίζα από έναν κοινό φίλο τους, ο οποίος θέλησε να βάλει ένα τέλος σε αυτήν τη, φαινομενικά τόσο όμορφη, μα και τόσο οδυνηρή ιστορία. Ταρακουνήθηκε συθέμελα, αλλά κατάφερε να μαζέψει τα κομμάτια της και να απομακρυνθεί από κοντά του.

Ο Άρης, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να τα παρατήσει τόσο εύκολα. Την αγαπούσε τη Λίζα ειλικρινά, αλλά δεν είχε και τη δύναμη να πάει κόντρα στην οικογένειά του. Την κυνήγησε και τη διεκδίκησε όσο κανένας. Δε σταμάτησε λεπτό να της εκφράζει την αγάπη του. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί μέσα στην αγκαλιά της.

Ένα βράδυ τα παραδέχθηκε όλα. Της είπε όλη την αλήθεια. Ότι ήταν μαζί με τη Στεφανία, γιατί έτσι ήθελαν οι οικογένειές τους, γιατί αυτό ήταν το «σωστό», γιατί έτσι του είχαν μάθει. Της είπε, ακόμα, πως δεν ήθελε να χωρίσουν, πως ήθελε να είναι μόνο μαζί της και πως θα τα άλλαζε όλα.

Η Λίζα, όπως κάθε ερωτευμένη κοπέλα, δεν μπορούσε να τον αφήσει έτσι. Στον Άρη είχε βρει το παραμύθι της και αποφάσισε να σταθεί δίπλα του και να τον υποστηρίξει στην απόφασή του να χωρίσει με τη Στεφανία. Αποφάσισε να προσπαθήσει να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και το παραμύθι της αληθινή ιστορία, από αυτές που λες ότι η αγάπη νικάει κάθε δυσκολία και αντιξοότητα.

Αυτό, όμως, που δεν είχε υπολογίσει η Λίζα ήταν ότι υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσά μας και περιστάσεις που δεν μας επιτρέπουν να ζήσουμε το παραμύθι και συγκρουόμαστε βίαια με τη ψυχρή πραγματικότητα. Η ανακοίνωση του Άρη να χωρίσει με τη Στεφανία δε βρήκε σύμφωνους ούτε τους γονείς του, ούτε τους γονείς της, που έλεγαν ότι είχε εκθέσει την κόρη τους, πόσο μάλλον την ίδια τη Στεφανία, η οποία αποκαλούσε τη Λίζα «γκόμενα της δεκάρας» και ας της ζητούσε η Λίζα σιωπηλά κάθε βράδυ συγγνώμη γι’ αυτό που της είχε κάνει άθελά της.

Κάπως έτσι, ο Άρης βρέθηκε στο νησί του, ψελλίζοντας στη Λίζα μόνο ένα «συγγνώμη». Εκείνη μάθαινε, κατά καιρούς, από κοινούς τους φίλους, ότι ακόμα την αγαπάει και νοιάζεται γι’ αυτή, αλλά πρέπει να τηρήσει το λόγο του και να παντρευτεί και θα το κάνει ο κόσμος να χαλάσει.

Σταδιακά χάθηκε από τις παρέες τους και από τα στέκια τους. Είχε καιρό ν’ ακούσει νέα του, όταν έπειτα από μερικούς μήνες τον είδε πάλι. Δεν ήταν, όμως, ο Άρης που είχε ερωτευτεί. Εκείνος που ήταν πάντοτε γελαστός, τώρα ήταν μία καρικατούρα του εαυτού του. Ανέκφραστος, με μάτια μονίμως βουρκωμένα και περπατούσε με το κεφάλι του πάντα σκυφτό. Το χαμόγελο είχε σβήσει από τα χείλη του, τα μάτια του είχαν χάσει τη λάμψη τους και κλείστηκε στον εαυτό του και στο σπίτι του.

Έμεναν στην ίδια πόλη και μπορεί να πέρναγαν μήνες χωρίς να τον δει κάπου. Η Λίζα, όμως, κάθε βράδυ τον περίμενε, για να του πει ότι τον έχει συγχωρέσει, ότι ακόμα τον αγαπάει και της λείπει και πως πρέπει να αποδεσμευθεί απ’ όσα τον κρατούσαν δέσμιο. Εκείνος, πάλι, όταν κάποιος φίλος τους τον ρώτησε γι’ εκείνη, είπε πως την ξέχασε και πως δεν τον νοιάζει πια.

Τελευταία μέρα των σπουδών τους, τον είδε, όπως πάντα σκυφτό, στο πάρτι ενός κοινού τους φίλου, να πίνει θλιμμένος και μόνος του σε μίαν άκρη και να την κοιτάζει. Η Λίζα στάθηκε μακριά του, μη θέλοντας να του δημιουργήσει άλλα προβλήματα. Αναρωτιόταν, όμως, σιωπηλά μέσα της που πήγε η περηφάνια του και το χαμόγελό του. Όταν εκείνος έφυγε, η Λίζα τον ακολούθησε. Τον είδε να μπαίνει σε ένα μπαράκι μόνος, να παραγγέλνει ποτό και να μιλάει με τον αέρα.

«Μακάρι να ήξερες, πώς ποτέ δεν είσαι μόνος σου. Πως οι σκέψεις μου πάντα σε συντροφεύουν, όπου κι αν είσαι», σκέφτηκε με πόνο.

Την επόμενη μέρα του ‘στειλε μήνυμα, λέγοντάς του πως τον συγχωρεί και πως το μόνο που θέλει, είναι να ‘ναι καλά. Φυσικά, δεν πήρε απάντηση στο μήνυμα της, όμως δεν περίμενε και εξαρχής να της απαντήσει. Το μόνο που ‘θελε ήταν να γαληνέψει η ψυχή του και ήλπιζε πως, έστω και για λίγο, το ‘χε καταφέρει.

Δεν έχει νέα του εδώ και δύο μήνες. Σε μία βδομάδα θα ‘ρθει για την τελευταία εξεταστική και ελπίζει να τον δει, έστω και για λίγο στα κλεφτά και ας κάνει την αδιάφορη μετά. Μετράει τις μέρες μία-μία. Μόνο να ‘ξερε, πως κάθε πρωί που ξυπνάει του λέει «καλημέρα» και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί του εύχεται «καληνύχτα». Πως ακόμα τις Παρασκευές πηγαίνει στο στέκι τους, περιμένοντας, μάταια, να εμφανιστεί.

Ακόμα ξυπνάει με την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Ότι, ίσως, μία από αυτές τις μέρες ο Άρης να ‘ρθει και πάλι να τη βρει και είναι μαζί για πάντα. Ίσως η Λίζα να ‘ναι αθεράπευτα ρομαντική, ίσως, κάποιοι να πουν πως είναι ονειροπόλα. Όμως αυτά που αισθάνθηκε για τον Άρη είναι πέρα για πέρα αληθινά. Είναι σκληρό να βρίσκεις τον έρωτα και να στον κλέβουν μέσα από τα χέρια σου, ξαφνικά, ένα πρωί.

Ο Άρης προχώρησε με τη ζωή του και η Λίζα ελπίζει, να βρει σύντομα τη δύναμη να κάνει το ίδιο.

Καμιά φορά η ζωή μας παίζει τα πιο περίεργα παιχνίδια. Και αυτό που νιώθουμε, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που μας «επιτρέπεται» να ζήσουμε.

 

Ήταν η ιστορία της Λίζας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ.

 

Συντάκτης: Νατάσα Χατζηαντωνίου