Γνωρίστηκαν στο γάμο ενός κοινού φίλου. Εκείνη φωτογράφος, θέλοντας και μη γνώρισε αρκετό κόσμο. Και μέσα από το φακό της γνώρισε κι εκείνον. Φυσικά της κίνησε το ενδιαφέρον κι αυτός όμως δεν έμεινε άπραγος. Αντάλλαξαν λογαριασμούς στο facebook. Δεν έχασαν καιρό. Ήδη στις επόμενες δύο ημέρες η διαδικτυακή επαφή τους διαρκούσε ώρες.
Την τρίτη μέρα, εκείνος την έκανε έκπληξη, ερχόμενος από την Αθήνα στο Λουτράκι δήθεν για ποτό. Και οι δύο ήξεραν καλά πως αυτό ήταν η αρχή της ιστορίας τους. Η βραδιά κύλησε μαγικά, έτσι όπως όλοι φαντάζονται ένα ιδανικό ραντεβού. Στο τέλος της βραδιάς, εκείνος την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε. «Ήθελα να δω τι γεύση έχεις», της είπε κι όλα θύμιζαν σκηνικό από ταινία.
Ακολούθησε ένας μήνας γεμάτος έρωτα. Ήταν μαζί όλη μέρα και χωρίζονταν μόνο για να πάει ο καθένας στη δουλειά του. Μετρούσαν και οι δύο τις ώρες μέχρι να ξαναβρεθούν. Εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να της εξομολογείται τον έρωτά του. Της εξομολογούταν συνέχεια πόσο του είχε λείψει να έχει έναν άνθρωπο που τον θεωρεί δικό του, κάποιον να γελάνε με τη ψυχή τους και να κοιμούνται αγκαλιασμένοι όλη νύχτα.
Στο τέλος του μήνα, εκείνη κάθισε να επεξεργαστεί τις φωτογραφίες από τη νύχτα που τον γνώρισε. Τότε, είδε κάτι που δεν είχε παρατηρήσει, κάτι που την έκανε να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της. Ο αγαπημένος της κρατούσε στην αγκαλιά του μια άλλη. Του έστειλε μήνυμα και τον ρώτησε ποια ήταν αυτή. Όταν εκείνος δεν απάντησε, κατάλαβε.
Του έστειλε ξανά, αυτή τη φορά απαιτώντας να την αφήσει ήσυχη. Του δήλωσε ότι είχαν τελειώσει. Εκείνος την παρακάλεσε να μιλήσουν, προσπάθησε να της εξηγήσει. Έτσι βρέθηκαν για να εξηγηθούν τα ανεξήγητα κι εκείνη έφτασε στο σπίτι του με την πρόφαση να μαζέψει τα πράγματά της. Έμαθε πως η κοπέλα της φωτογραφίας ήταν η κοπέλα του τα τελευταία δύο χρόνια, όμως η σχέση μεταξύ τους ήδη είχε αρχίσει να φθείρεται τον τελευταίο χρόνο. Εκείνος τη διαβεβαίωσε πως δε βλέπονταν πλέον, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις. Υποσχέθηκε ότι θα το λήξει κι εκείνη τον πίστεψε.
Τους επόμενους δύο μήνες η ένταση που υπήρχε μεταξύ τους ήταν φανερή. Εκείνη επέμενε να ξεκαθαρίσει κι αυτός τη διαβεβαίωνε ότι προσπαθούσε να το κάνει. Της εξηγούσε ότι με την άλλη δούλευαν στον ίδιο χώρο και τον απειλούσε με φασαρίες που ίσως του στοίχιζαν τη δουλειά του.
Η κατάσταση κορυφώθηκε όταν αυτός έφυγε για μία εβδομάδα για να επισκεφτεί το πατρικό του κι αυτή του έκανε έκπληξη και πέρασαν την εβδομάδα μαζί. Όταν μαθεύτηκε, εκείνη δεν ήθελε να ακούσει λέξη παραπάνω. Του είπε πως τελείωσαν, αυτός όμως ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει. Την παρακαλούσε, μέχρι που την ικέτεψε να τον πιστέψει γιατί η αγάπη τους ήταν πιο δυνατή από αυτό.
Η εμπιστοσύνη μεταξύ τους όμως είχε χαθεί. Εκείνη δεν άντεξε. Μπήκε στο λογαριασμό του στο facebook, μέχρι που διάβασε και τα μηνύματά του στο κινητό και τότε είδε τα πάντα. Όχι, ο καλός τη δε χώρισε ποτέ. Όλα ήταν ψέματα. Άρχισε να θυμάται όλα όσα της έλεγε. Όλες τις υποσχέσεις αγάπης που της έδωσε. Θυμήθηκε την εικόνα απόλυτης ευτυχίας που της είχε περιγράψει. Οι δυο τους παντρεμένοι, στο κάστρο της Μονεμβασιάς και τα παιδιά τους να τρέχουν γύρω-γύρω, ως απόδειξη του μεγάλου τους έρωτα.
Το επόμενο κιόλας πρωινό εκείνη αποφάσισε πως έφτασε η ώρα να αποχωρήσει από τη ζωή του. Έκανε κατάθεση ψυχής με το μόνο τρόπο που ήξερε και άντεχε. Έγραψε όλα τα συναισθήματά της σε τέσσερα κομμάτια χαρτί και τα άφησε στο γραφείο του. Έφτασε σπίτι της αποπροσανατολισμένη, χωρίς καθόλου αντοχές. Δεν ήξερε ποια ήθελα να είναι η συνέχεια της ιστορίας τους. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον πιστέψει ή όχι. Το μόνο που ήξερε είναι πως ήθελε να σταματήσει να πονάει, να πάψει αυτός ο πόνος που της έκοβε τα πόδια και δε μπορούσε να ανασάνει. Έτσι κι έγινε. Τρεις μέρες μετά βρέθηκε στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου. Μην αντέχοντας τον πόνο θεώρησε πως αυτή ήταν η κατάλληλη λύση για να σταματήσουν όλα γύρω της.
Όταν συνήλθε όμως, είχε να αντιμετωπίσει κάτι πιο σοβαρό. Το όνειρό τους, τα παιδιά τους να τρέχουν και να χαλούν τον κόσμο, θα γινόταν πραγματικότητα. Ήταν ήδη δύο μηνών έγκυος κι αποφασισμένη να το κρατήσει. Εκείνος δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Εκείνη δεν είχε σκοπό να του αποκαλύψει τίποτα. Το παιδί θα το κρατούσε.
Θα το μεγαλώσει με όλη της την αγάπη. Θα του λέει συνεχώς πόσο υπέροχος ήταν ο πατέρας του. Δε θα μιλήσει ποτέ στο μωρό τους για τον άνθρωπο που ήταν ο πατέρας του, αλλά για εκείνον που αυτή ερωτεύτηκε. Κι αν ποτέ τη ρωτήσει που είναι ο μπαμπάς, θα του πει απλά πως τον έχασαν πριν γεννηθεί εκείνο.
Ήταν η ιστορία αναγνώστριας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ.
Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου